Από το καταληκτικό εδάφιο στο βιβλίο «ΑΠΟ ΤΟΝ 20ο ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ - ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙ ΤΟ 2000» του αξέχαστου μεγάλου στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη γραμμένο πριν από 20 χρόνια με «προφητική» διαύγεια, όπου με τις αναλύσεις του αποσκοπεί στην ορθοτόμο αντιδιαστολή ιδεολογίας και πραγματικότητας. Αποφεύγει να προσεγγίσει τις σημερινές πλανητικές εξελίξεις μέσα από ιδεολογικές παραμορφώσεις, αλλά αποπειράται να καταγράψει την εξελισσόμενη πλανητική συγκυρία και τις δυνάμεις που τη διαμορφώνουν.
«Υπάρχουν
αντικειμενικοί λόγοι γιά τούς οποίους η εθνική μας στρατηγική είναι σήμερα
υποχρεωμένη να έχει πρό οφθαλμών ένα ευρύτατο φάσμα πιθανών εξελίξεων, πού
αρχίζει από τόν συμβιβασμό, έστω καί μέ απώλειες, καί τελειώνει στόν πόλεμο. Αναφέρομαι
ιδιαίτερα στίς σχέσεις μέ τήν Τουρκία. Η διαφορά
τού γεωπολιτικού δυναμικού ανάμεσα στίς δύο χώρες αυξάνεται συνεχώς υπέρ τής
Τουρκίας, καί σέ 20-30 χρόνια θά είναι αβάσταχτη γιά τήν ελληνική πλευρά.
Στήν προοπτική αυτή
μού φαίνεται προφανές ότι ένας συμβιβασμός θά αποτελούσε γιά τήν Ελλάδα τό
μικρότερο κακό, άκόμη καί άν παραχωρούσε κάτι από ό,τι θεωρεί αυτή τή στιγμή
κυριαρχικό της δικαίωμα.
Ασφαλώς οί εθνικιστές
θά άγανακτήσουν μέ μιά τέτοια σκέψη, οφείλουν όμως νά αναλογισθούν δύο πράγματα
: ότι αργότερα η
διαπραγματευτική θέση τής χώρας θά είναι χειρότερη καί ότι οι ολιγωρίες ή τά σφάλματα τών περασμένων δεκαετιών έχουν τό πικρό
τους τίμημα.
Αυτά όμως διόλου δέν
σημαίνουν ότι οι ειρηνιστές δικαιούνται νά θριαμβολογούν έκ τών προτέρων. Γιατί
γιά νά
συναφθεί ένας τέτοιος συμβιβασμός απαιτείται ή βεβαιότητα ότι αυτός θά είναι
τελειωτικός, ότι δηλαδή ή άλλη πλευρά δέν θά τόν χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο
νέων αξιώσεων, οπότε σέ λίγα χρόνια ή λίγους μήνες θά επιδεινωνόταν η κατάσταση
σέ σχέση μέ πρίν.
Όσοι προτείνουν
σήμερα διάφορους συμβιβασμούς έχουν υπό γενικότατη έννοια δίκιο μέ βάση τά
μακροπολιτικά δεδομένα (αν καί οι ίδιοι λιγότερο σκέφτονται αυτά τά τελευταία
καί περισσότερο ελαύνονται από τήν έπιθυμία νά φανούν «πολιτισμένοι» άνθρωποι),
κανείς τους όμως δέν μπορεί νά εγγυηθεί πολιτικά τη βιωσιμότητα του
συμβιβασμού.
Καί κάτι άκόμη
παραβλέπουν οι
ειρηνιστές : καθώς θεωρούν αφελώς τόν συμβιβασμό υπαγόρευση τής
«λογικής» καί τής «ηθικής» καί όχι ενός άτεγκτου συσχετισμού δυνάμεων, υποτιμούν τή σημασία τής
στρατιωτικής- άποτρεπτικής ισχύος ακριβώς γιά τή σύναψη ενός ευπρεπούς
συμβιβασμού.
Καί οι εθνικιστές
όμως, οι πατριώτες κ.τ.λ., πού δέν κάνουν τό λάθος νά υποτιμούν τήν αποτρεπτική ισχύ,
διέπραξαν γιά λόγους κομματικής ψηφοθηρίας κάτι έξαιρετικά επιζήμιο : ενίσχυσαν
επί δύο δεκαετίες τήν οικονομική πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού, μέ
αποτέλεσμα τή γενικότερη εξάρτηση τής δανειοτρεφούς χώρας καί τήν υπονόμευση
τής αμυντικής της προσπάθειας.
Έτσι, άν οί πρώτοι ωραιοποιούν τή σημερινή αδυναμία
τής Ελλάδας μέ ειρηνιστικά καί αντιεθνικιστικά προπετάσματα, οι
δεύτεροι, (σ.τ.σ. δηλαδή η κάθε είδους «ψοφοδεξιά») υποκύπτοντας
στή λογική τών πελατειακών σχέσεων καί διαιωνίζοντας τίς δυσλειτουργίες τού
πολιτικού συστήματος, αφαιρούν τό ουσιαστικό περιεχόμενο από τίς θέσεις τους.
Καί όπως οί δεύτεροι οφείλουν νά κατανοήσουν έμπρακτα, καί όχι απλώς ρητορικά,
ότι μόνον η εκλογίκευση τής οικονομίας σέ παραγωγική βάση, δηλαδή η εξοικονόμηση καί επένδυση
πόρων χάρη στήν υπέρβαση τού παρασιτικού καταναλωτισμού καί τού πελατειακού
συστήματος, μπορεί νά στηρίξει τήν άμυνα τής χώρας, έτσι
καί οί πρώτοι, όταν αντιτάσσονται μέ πάθος ιεροκηρύκων στά εξοπλιστικά
προγράμματα, οφείλουν νά αντιληφθούν ότι είναι πρακτικά τό ίδιο είτε έχεις
ένοπλες δυνάμεις μέ άνεπαρκή καί απαρχαιωμένο οπλισμό είτε δέν έχεις καθόλου.
Αν οί ειρηνιστές ήσαν
συνεπείς, θά έπρεπε νά ζητούν ρητά τή διάλυση τών ενόπλων δυνάμεων, αφού έτσι
κι αλλιώς αποκλείουν τόν πόλεμο καί πιστεύουν στήν παντοδυναμία τού «διαλόγου
μεταξύ λογικών ανθρώπων».
Είναι προφανές γιατί
δέν τολμούν νά τό κάμουν : ακόμη καί οι ηθικολόγοι φοβούνται τίς λεμονόκουπες. Σέ μιά
πραγματιστική αντίληψη, οι ένοπλες δυνάμεις μπορεί νά είναι τόσο μέσο ειρήνης,
δηλαδή αποτροπής, όσο καί μέσο πολέμου. Μακάρι νά είναι τό πρώτο. Αλλά, είτε
είναι τό πρώτο είτε είναι τό δεύτερο, απαιτείται ή ίδια αρτιότητα. Καί αρτιότητα δέν σημαίνει, όπως φαντάζονται πολλοί, νά ξοδεύεις
καί νά κατέχεις όσα ό άντίπαλος. Σημαίνει τήν ικανότητα ένός αποφασιστικού
(πρώτου) πλήγματος, έστω καί άπό τή θέση τού ασθενεστέρου.
Μόνον όποιος διαθέτει
τήν ικανότητα αυτή δέν φοβάται τόν διάλογο σήμερα καί δέν θά φοβηθεί αύριο νά
προχωρήσει σέ διεθνώς έγγυημένους καί πάγιους συμβιβασμούς. Αντίθετα, όσο πιό αδύνατος είναι κανείς, τόσο
περισσότερο πανικοβάλλεται στήν ιδέα αδήριτων συμβιβασμών, φοβούμενος, καί
δίκαια, ότι αυτή θά είναι η αρχή τού τέλους.
Τα παραπάνω δέν
είσηγούνται κάποια λύση, αλλά ένα πλαίσιο και μιά
διαδικασία γιά την εύρεσή της.»