ΠΡΟΓΟΝΟΓΝΩΣΙΑ: «Η Αιδώς στον Όμηρο»



Μικρά απανθίσματα που  καταδεικνύουν  το  πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο θαυμαστό συγκρότημα του προγονικού μας πολιτισμού.


Από το βιβλίο «Η Ψυχολογία και η Ηθική της Τιμής και της Ντροπής στην Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία» («The Psychology and Ethics of Honour and Shame in Ancient Greek Literature»), Oxford University Press 1993

Συγγραφέας : Ντάγκλας Καρνς (DOUGLAS CAIRNS)   - Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Σχολή Ιστορίας, Κλασικών Σπουδών και Αρχαιολογίας. Από το 2007 είναι Πρόεδρος του Συμβουλίου, της Κλασσικής Ένωσης Σκωτίας. Το 2013 εξελέγη μέλος της «Ευρωπαϊκής Ακαδημίας» (Academia Europaea). Ο Καθηγητής Καρνς εργάζεται στην θεματολογία περί την ελληνική κοινωνία και ηθική, ειδικά για τα συναισθήματα του λαού μας και ειδικότερα όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στο ελληνικό έπος, στην τραγωδία και στην λυρική ποίηση.

Από το εδάφιο :  «Η Αιδώς στον Όμηρο»

«Στον Όμηρο η έκταση στην οποίαν εμπλέκεται η Αιδώς είναι  ευρύτατη και σε μεγάλο βαθμό η ακόλουθη ιστορία της εννοίας της αφορά στην  μικροβελτίωση των χρήσεων η και στην μείωση της προβολής της. Συντακτικά, όμως, η χρήση του ρήματος αιδέομαι στο Ομηρικό έπος είναι απλούστατη : ακολουθείται από μόνο δύο λεκτικές δομές, που είτε διέπουν ένα αντικείμενο στην αιτιατική (το οποίο είναι πάντα ένα προσωπικό αντικείμενο) είτε από ένα  συμπληρωματικό απαρέμφατο. Ο κατ’ ουσίαν ανασταλτικός χαρακτήρας της αιδούς στον Όμηρο υποδηλώνεται άμεσα από την λειτουργία του ρήματος, αιδέομαι, με το απαρέμφατο. Στην Ιλιάδα (7. 93) η αντίδραση των Ελλήνων στην πρόκληση του Έκτορος για προσωπική μάχη αναφέρεται ως εξής : «να τα’ αρνηθούν εντρέποντο να το δεχθούν ετρέμαν»
(αίδεσθεν μεν ανήνασθαι, δείσαν δ’ υποδέχθαι ).

 Παρομοίως ο Τηλέμαχος μιλώντας για την μητέρα του εξηγεί «όμως να τηνε βγάλω χωρίς να θέλη ντρέπουμαι  κι ο θεός να μη το δώσει»  . Οδύσσεια 20. 343-4: αιδέομαι δ’ αέκουσαν από μεγάποιο δίεσθαι μύθω αναγκαίω.

 Και στα δύο αυτά κείμενα η αιδώς  είναι ανασταλτική, προλαμβάνει την εκδήλωση της δράσεως που δηλώνεται στο απαρέμφατο. Παρόμοια είναι   και  τα  ακόλουθα :
«Είπεν αυτά κι εστράφη αλλού, το σέβας τον κρατούσε επάνω στον πατράδελφον το χέρι να σηκώση»  Ιλιάς 21. 468-9 : ως άρα φωνήσας πάλιν ετράπετ᾽: αίδετο γάρ ρα πατροκασιγνήτοιο μιγήμεναι εν παλάμησι.

«που τ’ όνομά του ντρέπουμαι να πω κι ας λείπει ω ξένε»
Οδύσσεια 14.145- 6 : τoν μεν εγών, ω ξείνε, και ου παρεόντ᾽ ονομάζειν αιδέομαι

Η Αιδώς έτσι συμπεριλαμβάνει έναν έλεγχο κάποιου είδους. Τροποποιεί την συμπεριφορά όσων επηρεάζει.  Οι Έλληνες πολεμιστές «δεν εσκορπίσαν στον στρατό από ντροπήν και φόβον» Ιλιάς 15. 657-8 : ουδὲ κέδασθεν ανά στρατόν: ίσχε γάρ αιδώς και δέος . Συνεπώς έχει μια σαφή αρνητική –επίδραση : αναστέλλει. 

Ο Ιππότης Carl Eduard von Erffa στο σπουδαίο του πόνημα  : «ΑΙΔΩΣ και συγγενείς όροι στην εξέλιξή τους από τον Όμηρο έως τον Δημόκριτο»  AIΔΩΣ und verwandte Begriffe in ihrer Entwicklung von Homer bis Demokrit»). περιοδικό «Philologus», συμπληρωματικός τόμος  XXX, Τεύχος 2, Λειψία, 1937, 5, 40,  επιδεικνύει μιαν εμμονή   ότι η  αιδώς λειτουργεί θετικά. Η εμμονή του απορρέει  από μία σύγχυση  των αποτελεσμάτων της , συνήθως ευεργετικών, με  τον τρόπο επενεργείας της.

Η περιοριστική της φύση αναγνωρίζεται σε εκείνα τα λίγα κείμενα στα οποία συνιστάται η εγκατάλειψή της.  Η Θεά Αθηνά χρησιμοποιώντας την ευθύτητά της προς τον νεαρό Τηλέμαχο του λέει «Δεν πρέπει εσύ πιά ντροπαλός, Τηλέμαχέ μου, νάσαι, γι’ αυτό τα πέλαα πέρασες να μάθης τον γονιό σου.» Οδύσσεια 3.14 : Τηλέμαχ᾽, ου μεν σε χρη ετ᾽ αιδούς, ουδ᾽ ηβαιόν: τούνεκα γάρ και πόντον  επέπλως, όφρα πύθηαι πατρός
Αργότερα, στην γραμμή 96 του ίδιου βιβλίου του έπους αναγνωρίζεται ότι η αιδώς μπορεί να οδηγήσει κάποιον να κρατήσει  πληροφορίες ώστε να περισώσει τα συναισθήματα ενός άλλου.

«Και μη μου τα μισομιλάς από συμπόνια ή σέβας , μον’ πες μου τα ίσια καταπώς τα μάτια σου τον είδαν» Οδύσσεια 3.96 :  μηδέ τί μ᾽ αιδόμενος μειλίσσεο μηδ᾽ ελεαίρων, αλλ᾽ ευ μοι κατάλεξον όπως ήντησας οπωπής.

 Η αιδώς μπορεί επίσης να είναι μειονεκτική σε ορισμένες περιπτώσεις : η παρουσία της σε έναν άπορο, όπως ο ζητιάνος Οδυσσέας, δεν είναι καλό πράγμα, όπως μας λέει ο Τηλέμαχος «Σαν έχει ανάγκη ο άνθρωπος να ντρέπεται δεν πρέπει»
Οδύσσεια 17.347 : αιδώς δ᾽ ουκ αγαθή κεχρημένω ανδρὶ παρείναι.
Τέλος, στην Ιλιάδα ο Αγαμέμνων παροτρύνει τον Διομήδη να αγνοήσει κάθε αίσθηση αιδούς που μπορεί να τον οδηγήσει να θεωρήσει σπουδαιότερη την κοινωνική κατάταξη πριν από την αξία στην επιλογή ενός συνεργού στη νυκτερινή κατασκοπεία. «Πρόσεξε μην το σέβας  σε κάνει τον καλύτερο ν’ αφήσεις και να πάρεις σύντροφο τον κατώτερον ,  το γένος μην κοιτάζεις μηδ’ αν  βασιλικότερος είναι σ’ αυτούς   κανένας»
Ιλιάς 10. (237-8) :  μηδέ συ γ᾽ αιδόμενος σήσι φρεσὶ τον μεν αρείω
καλλείπειν, συ δε χείρον οπάσσεαι αιδοί είκων ες γενεήν ορόων, μηδ᾽ ει βασιλεύτερος εστιν.
Ο περιορισμός από την αιδώ είναι  συναισθηματικός και γεννάται από την θέση της στο θυμοειδές (στην συναισθηματική σφαίρα) του ανθρώπου.



Ιλιάς 15.561: ω φίλοι ανέρες  έστε, και αιδώ θέσθ᾽ ενί  θυμώ,
αλλήλους τ᾽ αιδείσθε κατά  κρατεράς  υσμίνας.
Και





Ιλιάς 15.661 : ω φίλοι ανέρες έστε και αιδώ θέσθ᾽ ενὶ θυμώ
άλλων ανθρώπων, επὶ δε μνήσασθε έκαστος παίδων ηδ᾽ αλόχων και κτήσιος ηδὲ τοκήων, ημὲν ότεω ζώουσι και ω κατατεθνήκασι : των ύπερ ενθάδ᾽ εγώ γουνάζομαι ου παρεόντων εστάμεναι κρατερώς, μη δε τρωπάσθε φόβον δε.

Αν η αιδώς είναι ένα συναίσθημα, τότε η εμφάνισή της εξαρτάται από τη διάθεση του ατόμου και από τις ιδιαίτερες συνθήκες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του χαρακτήρα του και γι' αυτό δεν χρειάζεται να εκπλαγούμε αν δεν είναι αποτελεσματική σε κάθε άτομο ή σε κάθε φορά.

Ως συναίσθημα, συσχετίζεται πολύ συχνά με το κρίμα ή τον φόβο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το γεγονός ότι η αιδώς κατονομάζεται μαζί με ένα από τα άλλα συναισθήματα δείχνει ότι δεν είναι πανομοιότυπα, όμως ο συνδυασμός δείχνει σαφώς ότι η αιδώς ενεργεί στο συναισθηματικό επίπεδο.

Όταν η αιδώς επισυμβαίνει μαζί με ένα από αυτά τα συναισθήματα, είναι γενικά αλήθεια ότι το κρίμα συνοδεύει, ή υποβοηθεί ένα αίτημα για αιδώ, προς τους ανήμπορους, τους λιγότερο τυχερούς ή αυτούς που αποδέχονται μια θέση κατωτερότητας, ενώ ο φόβος συνοδεύει την αιδώ προς τους ανώτερους . Οι απλές συνυπάρξεις  του ρήματος αιδέομαι με ένα προσωπικό αντικείμενο υποδηλώνουν ότι οι αιδώς μπορεί να επικεντρωθεί σε άλλους ανθρώπους, όμως οι τρόποι με τους οποίους συμβαίνει αυτό αναμένεται ακόμη να καθοριστούν, επειδή η αιδώς επικεντρώνεται στους «άλλους» με διαφορετικούς τρόπους και για διάφορους λόγους. Σε μια σημαντική τάξη παραδειγμάτων η αναφορά στο προσωπικό αντικείμενο του ρήματος ενισχύεται από μια ρήτρα που δίνει αιτιολογία στην αιδώ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το προσωπικό αντικείμενο του ρήματος δεν είναι ο άμεσος αποδέκτης των ενεργειών του (όπως στη χρήση που «σέβομαι»), αλλά κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων που θα αποτελέσει το ακροατήριό τους.

Γιά παράδειγμα στην Ιλιάδα ο Έκτωρ μας εξηγεί :





Ιλιάς 22 (105-107) : νυν δ᾽ επεὶ ώλεσα λαὸν ατασθαλίησιν εμήσιν,
αιδέομαι Τρώας και Τρωάδας ελκεσιπέπλους,
μή ποτέ τις είπησι κακώτερος άλλος εμείο: Έκτωρ ήφι βίηφι πιθήσας ώλεσε λαόν.

Η ρήτρα «μη», του ίδιου τύπου που θα χρησιμοποιηθεί με το ρήμα του φόβου, υποδηλώνει περαιτέρω τη συνάφεια της αιδούς με το φόβο, και η αιδώς του πολεμιστή παίρνει τη μορφή ασφυξίας σε ότι μπορούν να λένε σε βάρος του οι άλλοι, ακόμα και κατώτεροι άνθρωποι . Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη διαφορά μεταξύ αυτής της χρήσης του ρήματος «αιδέομαι» και εκείνης στην οποία το επίκεντρό του είναι η ειδική κατάσταση άλλου ατόμου. Εδώ το επίκεντρο της ανησυχίας δεν πρέπει να απολαμβάνει ιδιαίτερη απαίτηση για εξέταση, αλλά απλώς διαθέτει την ικανότητα να επικρίνει. Αυτός ο τύπος κειμένου δείχνει έτσι μια θεμελιώδη σύνδεση στον Όμηρο μεταξύ της αιδούς  και της λαϊκής γνώμης . »