EVOLA : Η ΥΠΕΡΒΟΡΕΙΑ ΦΥΛΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ



JULIUS EVOLA

(από το έργο του «Η σύνθεση του φυλετικού δόγματος»)

Το όριο που μπορεί να τεθεί στο φυλετικό δόγμα όσον αφορά στην εξερεύνηση των καταβολών, εμπίπτει στο σημείο εκείνο όπου η υπερβορεία φυλή έπρεπε να εγκαταλείψει τις αρκτικές της εγκαταστάσεις, σε διαδοχικά κύματα και ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές, λόγω της καταψύξεως που κατέστησε ακατοίκητες τις εγκαταστάσεις αυτές-. Στα ποικίλα παρουσιασθέντα έργα πολλών ερευνητών επιστημόνων, έχει ήδη σαφώς αναφερθεί πως δημιουργήθηκε η ιδέα ότι, η περιοχή της Αρκτικής κατέστη μια περιοχή αιωνίου πάγου μόνον μετά από μια ορισμένη περίοδο : Οι μνήμες αυτού του τόπου, που διατηρούνται στις παραδόσεις όλων των λαών με τη μορφή των διαφόρων μύθων, όπου η Αρκτική πάντα εμφανίζεται ως «γη του ήλιου», ως μια λαμπρά νησιωτική ήπειρος, ως η ιερά γη του Θεού του φωτός και ούτω καθεξής, είναι ήδη αρκετά εύγλωττες από αυτήν την άποψη.

Τώρα, στο σημείο όπου εξεκίνησε η περιοδική μετανάστευση των Υπερβορείων, θα μπορούσε να θεωρηθεί η φυλή των Υπερβορείων, η ανωτέρα μεταξύ όλων, η υπερφυλή, η Ολύμπια φυλή η οποία στην ακραία καθαρότητα της αντανακλούσε την ίδια την φυλή του πνεύματος.
Όλα τα άλλα υφιστάμενα ανθρώπινα είδη εκείνη την εποχή στη γη, στο σύνολό τους, φαίνεται ότι παρουσιάζονται είτε ως «φυλές της φύσεως», δηλαδή, φυλές ζωοειδείς, ή φυλές που κατέστησαν «φυλές της φύσεως» λόγω του επελθόντος εκφυλισμού προηγούμενων φυλετικών κύκλων. Οι παραδοσιακές διδασκαλίες ομιλούν πράγματι για έναν πολιτισμό ή μια Ανταρκτική φυλή, ήδη παρηκμασμένη κατά την περίοδο της πρώτης μεταναστεύσεως και του εποικισμού των Υπερβορείων, φυλή της οποίας τα λεμούρια υπολείμματα αντιπρωσοπεύοντο από σημαντικές ομάδες Νεγρικών και Μαλαϊκών φυλών. Ένα άλλο φυλετικό είδος, διακρινόμενο τόσον από την  Υπερβορεία όσον και την Ανταρκτική-λεμουρική φυλή, ήταν εκείνο το οποίο ως καστανοκιτρίνη φυλή κατελάμβανε αρχικώς την ευρασιατική ήπειρο (Φιννο-Μογγολοειδής φυλή) και εκείνη  η ερυθροκάστανη φυλή, αλλά επίσης και πάλι, η καστανοκιτρίνη φυλή που κατείχαν ένα μέρος της Αμερικής και των  Ατλαντικών  εδαφών, που τώρα εξαφανίσθηκαν.

Θα ήταν προφανώς παράλογο να επιχειρήσουμε μιαν ακριβή τυπολογία αυτών των προϊστορικών φυλών και των αρχεγόνων συνδυασμών τους, σύμφωνα με εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πρέπει να αναφερόμεθα σε αυτές μόνον ώστε να αποτρέψουμε παρεξηγήσεις και να μπορέσουμε να προσανατολιστούμε ανάμεσα στους εθνοτικούς σχηματισμούς των επομένων περιόδων. Ακόμη και η έρευνα των απολιθωμένων κρανίων μπορεί να μας πει πολύ λίγα, διότι δεν είναι το κρανίο το μόνο χαρακτηριστικό της φυλής, ακόμη και της απλής «φυλής του σώματος», αλλά και επειδή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που βεβαιώνουν ότι ,για ορισμένες από αυτές τις φυλές τα απολιθωμένα υπολείμματά τους δεν μπόρεσαν να φθάσουν έως εμάς. Το δολιχοκέφαλο, δηλαδή το επίμηκες κρανίο, σε συνδυασμό με το υψηλό ανάστημα και έναν λεπτό κορμό, με ξανθό χρώμα μαλλιών, ανοικτόχρωμο δέρμα, γαλάζιο χρώμα οφθαλμών, όπως είναι γνωστό, είναι χαρακτηριστικό για τους τελευταίους απογόνους των Βορείων φυλών, των κατελθουσών  απευθείας από τις Αρκτικές περιοχές. Αλλά όλα αυτά δεν μπορούν να είναι η τελευταία λέξη. Ακόμα και αν κάποιος θέλει να περιορίσει τον εαυτό του στην θετική τους αποδοχή, πρέπει να παρέμβει και να πραγματοποιήσει τις σωστές εκτιμήσεις ώστε να προσανατολίσει τον ακόλουθο δευτερογενή φυλετισμό, δευτέρου βαθμού. Στην πραγματικότητα, έχει ήδη ειπωθεί ότι, για την φυλή το ουσιώδες στοιχείο δεν αποδίδεται μόνον από τα απλά σωματικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, αλλά και από την ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ και το ΝΟΗΜΑ που έχουν αυτά στο σύνολο ενός συγκεκριμένου ανθρωπίνου τύπου. Στην πραγματικότητα η δολιχοκεφαλία  με υψηλό ανάστημα  και λεπτό κορμό ευρίσκονται  επίσης μεταξύ νεγρικών φυλών, ενώ  λευκή επιδερμίδα και  σχεδόν γαλάζιοι οφθαλμοί ευρίσκονται μεταξύ των Αϊνού της Άπω Ανατολής και στις Μαλαϊκές φυλές, δίχως φυσικά να σημαίνουν τίποτε άλλο σε αυτές τις φυλές. Ούτε εδώ πρέπει να σκεπτόμαστε μόνο για κάποιες ανωμαλίες ή αστεία  της φύσεως, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι σωματικά επιβιώματα τύπων που προέκυψαν από φυλές οι οποίες, (στις πλέον  απομακρυσμένες περιόδους της κορυφώσεώς τους), θα μπορούσαν να έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα τα οποία στην εποχή μας συγκεντρώθηκαν αντιθέτως στο βόρειο – υπερβόρειο στοιχείο, εδώ δε, μέχρι μια σχετικώς  πρόσφατη περίοδο, συνοδευόμενα από την αντίστοιχη σημασία και την αντίστοιχη «εσωτερική φυλή».

Όσον αφορά στην μετανάστευση των φυλών υπερβορείας καταγωγής, έχοντας συζητήσει για αυτές σε πολλά προηγηθέντα βιβλία, ας περιοριστούμε εδώ να αναφέρουμε τρία κύρια ρεύματα. Το πρώτο έλαβε την ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ φθάνοντας στην Ινδία και έχοντας  ως τελευταία ηχώ του την Ινδική, την Ινδο-Αφγανική και την Ινδοβραχυμορφική φυλή της ταξινομήσεως του Peters. Στην Ευρώπη, σε αντίθεση με ότι μπορεί να πιστεύεται, τα ίχνη αυτού του μεγάλου ρεύματος είναι ολιγότερον ορατά, ή τουλάχιστον περισσότερον συγχυτικά, διότι υπήρξε μια επικάλυψη των αλληλοδιαδόχων κυμάτων και, ως εκ τούτου  μια σύνθεση ποικίλων διαδοχικών εθνοτικών στρωμάτων.

Πράγματι, μετά από αυτό το ρεύμα της βορειο-δυτικής νότιο-ανατολικής κατευθύνσεως (βορειο-άριο εγκάρσιο ρεύμα), ένα  δεύτερο ρεύμα ακολούθησε την ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΥΣΗ-ΑΝΑΤΟΛΗ, σε πολλούς από τους κλάδους του μέσω της Μεσογείου, δημιουργώντας κέντρα που μερικές φορές πρέπει επίσης να θεωρούνται ακόμη αρχαιότερα από αυτά που προέρχονται από το προηγούμενο εγκάρσιο κύμα, λόγω του γεγονότος ότι εδώ δεν ήταν πάντα μια αναγκαστική μετανάστευση, αλλά ήταν επίσης ένας αποικισμός που πραγματοποιήθηκε πριν από την καταστροφή των αρχικών κέντρων του πολιτισμού Υπερβορείου προελεύσεως ή την μετατροπή τους σε ακατοίκητους τόπους. Αυτό το δεύτερο ρεύμα, με τον κορμό των φυλών του, μπορεί να ονομαστεί αριο– ατλάντειο, ή βορειο-ατλαντικό ή, τέλος, ατλαντικο-δυτικό. Στην πραγματικότητα προέρχεται από μιαν ατλαντική γη, όπου σχηματίσθηκε ένα κέντρο το οποίο, αρχικά, ήταν ένα είδος ειδώλου του υπερβορείου κέντρου.

Αυτή η γη καταστράφηκε από μια καταστροφή που βρίσκει επίσης τη μυθοποιημένη ανάμνησή της στις παραδόσεις σχεδόν όλων των εθνών, και στη συνέχεια τα κύματα των εποίκων ενώθηκαν με εκείνα μιας πραγματικής μεταναστεύσεως. Έχει ειπωθεί ότι η Ατλάντεια γη εγνώρισε αρχικά ένα είδος ομοιοτυπίας του υπερβορείου κέντρου, επειδή τα μέχρις εμάς δεδομένα μας οδηγούν να σκεφθούμε έναν εκφυλισμό που σημειώθηκε εκεί σε αυτά τα Βόρεια είδη που είχαν κατέλθει προς νότον, ήδη από πολύ αρχαίες εποχές, εκφυλισμό τόσο από την φυλετική άποψη όσο επίσης και από την άποψη της πνευματικότητος.

Οι προσμίξεις με τους ερυθροκάστανους  ιθαγενείς φαίνεται, από την άποψη αυτήν, ότι είχαν ένα όχι αμελητέο και συνάμα καταστροφικό μερίδιο στην καταστροφή, ενώ μια ακριβής ανάμνησή τους ανευρίσκεται  στην αναφορά του Πλάτωνος, όπου η ένωση των «υιών των θεών» - των Υπερβορείων - με τους ιθαγενείς, αποδίδεται  ως αδίκημα με όρους που υπενθυμίζουν αυτό που σε άλλες μυθικές μνήμες, περιγράφεται ως «πτώση» της ουρανίας φυλής – των «αγγέλων» ή, πάλι, από τους «υιούς των θεών»  «μπεν – Ελοχίμ», οι  οποίοι συνδέθηκαν, κάποια δεδομένη στιγμή, με τις κόρες των ανθρώπων (δηλαδή των κατωτέρων φυλών), διαπράττοντες μια μόλυνση σημαντικώς ταυτόσημη, από κάποια κείμενα, με την αμαρτία του σοδομισμού και της σαρκικής επαφής με τα ζώα.