ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ !
Ευτυχία Καλύβα
«Τούτο
το επεισόδιο είναι πέρα ως πέρα αληθινό. Το γράφω ως ένα κομμάτι της Σύγχρονης
Ελληνικής Ιστορίας. Για να το διαβάσουν οι ποιηταί και να το τραγουδήσουν. Για
να το διαβάσουν οι πολιτικοί μας άνδρες και να εμπνευσθούνε. Για να το
διαβάσουν οι δυσφημηταί μας και ν΄ ανέβει της ντροπής το ερύθημα στο πρόσωπό
τους. Για να το διαβάσει ο λαός μας, μα όλος ο λαός μας και να αναγνωρίσει τον
καλύτερο εαυτό του.
Αυτά
συνέβησαν στο Καλεσμένο. Είναι ένα μικρό χωριό, κρυμμένο σε μια βαθιά λαγκάδα
των Ευρυτανικών βουνών, λίγες ώρες έξω από το Καρπενήσι. Φτωχό αλλά ευτυχισμένο
άλλοτε χωριουδάκι με τους δυο του σκόρπιους μαχαλάδες.
Ένα
βράδυ, εδώ και λίγες μέρες μόλις σκοτείνιαζε, οι συμμορίτες ζώσαν το χωριό και
μπήκαν στα σπίτια για να αρπάξουν ό,τι βρουν. Τρόφιμα, ζώα γυναίκες και
προπαντός παιδιά. Γέμισε η λαγκαδιά από βογκητά, από ουρλιαχτά και τουφεκιές.
Έπεφτε ξύλο αλύπητο. Στην άκρη του κάτω μαχαλά κατοικούσε η Ευτυχία Καλύβα,
ορφανή κοπελίτσα 16 χρονών. Ο πατέρας Εύζωνας Ρουμελιώτης είχε σκοτωθεί στο
Αλβανικό. Η μητέρα είχε πεθάνει στην Κατοχή από πείνα. Το λίγο ψωμί που της
είχε μείνει το μοίρασε ένα πρωί στα παιδιά της, το βλόγησε και έσβησε…
…Η
Ευτυχία άκουσε το χαλασμό που γινόταν πιο πέρα και κατάλαβε. Οι συμμορίτες
ζύγωσαν. Από στιγμή σε στιγμή θα έφθαναν. Ξύπνησε τα παιδιά, τα σκέπασε με ό,τι
είχε και μισόντυτη και αυτή όπως βρέθηκε εκείνη την ώρα έφυγε μαζί τους στο
σκοτάδι. Ήξερε βέβαια τα μονοπάτια. Αλλά ήταν χιόνι, όπως είναι σ΄ εκείνα τα
μέρη. Ο δρόμος κλειστός από τον εχθρό. Έπρεπε να πάρει έναν κατσικόδρομο. Όταν
βγήκε στο ψήλωμα, το χιόνι ήταν τόσο ψηλό που τα δυο αδελφάκια της δεν
μπορούσαν να προχωρήσουν. Τότε μπήκε μπρος αυτή και με το στήθος της άνοιγε
δρόμο. Βήμα με βήμα πάλευε για να περπατήσουν τα μικρά. Όλη τη νύχτα περπατούσε
έτσι παλεύοντας. Αν ήθελε να σωθεί μόνη της, θα σωζόταν εύκολα. Αλλά οι λησταί
δεν αρπάξανε εκείνη τη νύχτα μόνο είκοσι κοπέλες στο Καλεσμένο. Μάζευαν και τα
παιδιά. Και η Ευτυχία ήταν 16 χρόνων, μητέρα και αδελφή μεγάλη. Και ήταν
Ρουμελιώτισσα. Επάλευσε στήθος με στήθος με το χιόνι, με τον εχθρό, με τη
μοίρα, για να σώσει την κληρονομιά την μοναδική του Εύζωνα της Αλβανίας, τα δυο
αδελφάκια της. Ήταν κυνηγημένη. Έπρεπε πριν ξημερώσει να φθάσει ως τα μέρη που
φύλαγε ο στρατός μας.
Τ΄
αχνάρια της στο χιόνι ήταν κατακόκκινα. Στα στουρνάρια, στ΄ αγκάθια, στ΄
αγριοκλώναρα είχαν ξεσχισθεί τα πόδια της, τα χέρια της, τα στήθη της. Δεν ήταν
γρατζουνίσματα, ήταν πληγές. Έπρεπε όμως να προχωρήσει. Τα παιδάκια δεν θα
άντεχαν περισσότερο μες το χιόνι. Θα πέθαιναν. Τραβούσε λοιπόν, παλεύοντας μες
στο σκοτάδι. Ίσως να μη καταλάβαινε πόσο πονούσε. Αλλά τα μικρά τα αδελφάκια
της θυμούνται τώρα το λαχάνιασμά της, και το αίμα της μέσα στο χιόνι.
Χάραζε
μόλις, όταν έφθασε στο πρώτο στρατιωτικό φυλάκιο έξω από το Καρπενήσι. Με τα
όπλα έτοιμα πετιούνται οι φαντάροι να δουν ποιος φθάνει. Μη βαράτε, λέει μια
παιδική φωνή. Σε λίγο ήταν εκεί μπρος τους μαζί με τα αδελφάκια της.
«Τα
παιδιά!» λέει στους φαντάρους που έβλεπαν τα κουρελιασμένα ρούχα, το μισόγυμνο
κορμί της όλο αίματα. «Τα παιδιά!…»
Άλλο
τίποτε δεν είπε … σωριάσθηκε χάμω και ξεψύχησε. Όταν το ξάπλωσαν χάμω στα
σανίδια, μέσα στο φυλάκιο το ωραίο κορμάκι των δεκάξι χρόνων, ήταν ολόκληρο μια
πληγή…
Σύρε
στο καλό Ευτυχία Καλύβα. Ό,τι θέλησες όλη εκείνη την τρομερή νύχτα θα γίνει. Τ΄
αδελφάκια σου θα ζήσουνε και θα΄ ναι και αδέλφια όλων μας! Και η παρθενιά σου
θα μείνει και αυτή αμόλυντη σαν το χιόνι που χάραξες με το αίμα σου. Και αν δεν
αρραβωνιαστείς πια το όμορφο παλληκάρι του χωριού, θα είσαι η αρραβωνιαστικιά
της Νίκης. Και εάν δεν στολίσεις πια με τα μυριστικά την αυλή του φτωχικού σου
θα στολίζεις στους αιώνες την Ιστορία της Ελλάδος! Με την Αντιγόνη, με την
Ηλέκτρα θα την στολίζεις ιερή αδελφή. Με τις Μεσσολογγιτοπούλες, με τις
Σουλιώτισσες, με της Πίνδου τις γυναίκες θα την στολίζεις Ρουμελιώτισσα
λεβέντισσα Ελληνοπούλα !
Σύρε
στο καλό Ευτυχία Καλύβα!!»
Εφημερίδα
«Εστία» - 1948,
Κωνσταντίνος Τσάτσος