ΤΑ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ


Είναι γνωστή σε όλους η ανθελληνική δήλωση που αποδίδεται σε ομιλία του Χένρυ Κίσσιγκερ, ότι: «ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός δυσκολοκυβέρνητος, για αυτό πρέπει να χτυπηθεί βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Δηλαδή τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερωθεί η δυνατότητά του ν' αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει κλπ».  

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν το ανωτέρω λογύδριο μίσους, εκφωνήθηκε  όντως από τον τέως υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ, πηγάζοντας από το βαθύ σιωνιστικό του μίσος εναντίον των Ελλήνων, καλυμμένου υπό τον μανδύα της αμερικάνικης πολιτικής, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Όμως αυτό μικρή σημασία έχει. Το σημαντικό είναι ότι η ουσία αυτής της  πολιτικής πρότασης, τα τελευταία σαράντα χρόνια συνιστά την κορύφωση της ανέκαθεν ανθελληνικής  πολιτικής  στάσης των δυτικών μας «συμμάχων».  

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κάποιος για να τους δικαιολογήσει, ότι η στάση αυτή είναι ίσως απότοκος μιας πολιτικής φιλοσοφίας, η οποία ερείδεται επί μιας παλιάς «μακιαβελικού» τύπου υψηλής στρατηγικής, η οποία λέει ότι: «στην πολιτική δεν υπάρχουν παντοτινοί φίλοι, παρά μόνον παντοτινά συμφέροντα». Και ότι επί τη βάσει αυτής της λογικής, έτυχε αυτήν την περίοδο ο Ελληνισμός να πέσει «θύμα» αυτών των συμφερόντων, τα οποία υποχρεώνουν τους δυτικούς συμμάχους  (χωρίς υποτίθεται αυτοί να το θέλουν) σε έναν συμπτωματικά δυσμενή για το ελληνικό έθνος, παγκόσμιο γεωπολιτικό ανασχεδιασμό. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε, ότι η σχέση Ελληνισμού – Δύσης, διέπεται διαχρονικά από ένα είδος «ιστορικού αυτοματισμού».  Όλοι δηλαδή αυτοί οι «σύμμαχοι», όταν κατά το απώτερο παρελθόν ο Ελληνισμός ήταν κραταιός, ουσιαστικά δεν υπήρχαν σαν αυτόνομες κρατικές οντότητες. Οι πληθυσμοί τους ήταν πολίτες της «Χριστιανικής Οικουμένης» της ελληνικότατης Βυζαντινής αυτοκρατορίας ή τελούσαν υπό το καθεστώς μιας σχετικής αυτοδιάθεσης, αλλά σε πλήρη εξάρτηση και έλεγχο από τη Βασιλεύουσα.  

Όλα αυτά τα κράτη της Δύσης που σήμερα λογίζονται για υπερδυνάμεις, αναδείχθηκαν και γιγαντώθηκαν, διαμοιράζοντας τα «ιμάτια» του Ελληνισμού. Και αυτό έγινε όταν για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους αποδυναμώθηκε η ελληνική αυτοκρατορία κατά τον 11ο αιώνα και η συνδυασμένη δράση φραγκολατίνων και Οθωμανών την οδήγησε στην τελική κατάρρευση τρεις αιώνες αργότερα. Μια αναβίωση λοιπόν της δύναμης και της αίγλης του Ελληνισμού με οποιαδήποτε μορφή, θα αφαιρούσε αυτόχρημα, ζωτικό γεωπολιτικό χώρο και από τους δυτικούς και από τους Τούρκους.  Άρα η παράδοξη αυτή συμμαχία της Δύσης με την Τουρκία, όσο κι αν οι Τούρκοι φαντάζουν οντολογικά ανένταχτοι στον δυτικό κόσμο, είναι πάντοτε ενεργή, όταν πρόκειται για θέματα που κρατούν καθηλωμένο τον Ελληνισμό.

Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική αυτής της πολιτικής αντίληψης, μια φράση του Μπαράκ Ομπάμα κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Τουρκία, λίγο πριν την εκπνοή της κυβερνητικής του θητείας. Εκεί, εκθειάζοντας τον Κεμαλισμό, επαίνεσε απροκάλυπτα την «επιτυχία», όπως είπε, του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα κατόρθωσε να κατανικήσει την προσπάθεια ενός «ξένου στρατού», που είχε εισβάλλει στην Τουρκία, επιχειρώντας να αναβιώσει μια αρχαία αυτοκρατορία. Και ότι με αυτή τη νίκη προστάτεψε ολόκληρη τη Δύση και το κεκτημένο του δυτικού πολιτισμού.

Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και την σύμφωνα με τον  Νίτσε, αλλά και πολλών άλλων επιφανών ανθρώπων του πνεύματος άποψη, περί αισθήματος μειονεξίας της Δύσης απέναντι στους Έλληνες, λόγω της πολιτισμικής τους υπεροχής. 

Ένα στοιχείο δηλαδή που πέρα από συμφέροντα και γεωπολιτικές ισορροπίες,   αιώνες τώρα και με σκοπό την εξόντωση του Ελληνισμού, όπως υποστήριζε ο Νίτσε, τροφοδοτεί την «παρασκευή» διάφορων «δηλητηρίων», αλλά χωρίς αποτέλεσμα.   

Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα να θέλεις να κρατήσεις καθηλωμένη και υπό τον δικό σου έλεγχο, μια μικρή χώρα όπως είναι σήμερα η Ελλάδα και άλλο να θέλεις να την εξαφανίσεις από προσώπου γης. 

Όταν μάλιστα οι μεγάλοι γεωπολιτικοί σου αντίπαλοι (Ρωσία, Κίνα), αμφισβητούν την κυριαρχία σου κάθε μέρα όλο και περισσότερο και όταν έχεις να αντιμετωπίσεις μια πλειάδα άμεσων κινδύνων και προβλημάτων, αντικειμενικά πολύ μεγαλύτερων, είναι οξύμωρο να ρίχνεις τόσο μεγάλο βάρος στην Ελλάδα.  

Η παραδοξότητα δε της επιλογής αυτής γίνεται ακόμη πιο έντονη, όταν η Ελλάδα σε όλες τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις του προηγούμενου, αλλά και του τρέχοντος αιώνα, τάχθηκε αναφανδόν στο πλευρό των «συμμάχων», συμβάλλοντας καθοριστικά στην παγκόσμια επικράτησή τους. Ενώ άλλοι που σήμερα είναι «κολλητοί» τους, τους είχαν «πουλήσει στεγνά». Για να λάβει βέβαια για όλα αυτά σαν «ανταπόδοση», το «Κυπριακό», το διώξιμο με αγγλική σκευωρία των Ελλήνων από την Πόλη (Σεπτεμβριανά), την ενθάρρυνση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο, τα προβλήματα που υποδαυλίζονται σήμερα στη Θράκη, το λεγόμενο «Μακεδονικό», το λεγόμενο «Τσάμικο», την υποδαύλιση αυτονομιστικών τάσεων στην Κρήτη κλπ. 

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι «φίλοι» και «εταίροι» μας, μέσω των ελεγχόμενων από αυτούς δοσιλογικών ελληνικών κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, φόρτωσαν τη χώρα μας και με τα σημερινά προβλήματα. Με τον δόλιο υπερδανεισμό που έφερε τη σημερινή οικονομική κρίση, τη συστηματική αλλοίωση του πληθυσμού με τη λαθρομετανάστευση, το χτύπημα της Ορθοδοξίας, την αλλοίωση της γλώσσας, το χτύπημα του θεσμού της οικογένειας, την κατάργηση των εθνικών αξιών και συμβόλων.

Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς γιατί τέτοια ανθελληνική υστερία και μάλιστα με τέτοια σπουδή;  Γιατί αυτή η «αρχαία αυτοκρατορία» (κατά Μπαράκ Ομπάμα), που όμως έχει πεθάνει τόσους αιώνες τώρα, συνεχίζει να τους προκαλεί τέτοιο τρόμο; Αφού είναι νεκρή γιατί συνεχίζουν να την πυροβολούν με τέτοιο μένος και εμπάθεια, όταν μάλιστα έχουν τόσους πραγματικούς εχθρούς ολοζώντανους μπροστά τους; 

Η απάντηση απαιτεί των συνυπολογισμό και των τριών παραμέτρων που αποπνέονται συνθετικά μέσα από τα λόγια του πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Χένρυ Κίσσιγκερ, ήτοι: «“τον ιστορικό αυτοματισμό”, το αίσθημα μειονεξίας και τον σιωνισμό». 

Ο «ιστορικός αυτοματισμός» γιατί επιβάλλει την διατήρηση του «μεγέθους» της Ελλάδας στο επίπεδο ενός ασήμαντου κρατιδίου της Βαλκανικής, εγκλωβισμένου ανάμεσα σε μια ισχυρή Ευρώπη και μια δυνατή Τουρκία.  

Το αίσθημα μειονεξίας γιατί δημιουργεί αισθήματα, τα οποία με ιδιαίτερο θάρρος και μεγάλη γλαφυρότητα, περιέγραψε η πρώην Ιταλίδα ΥΠΕΞ, Έμα Μπονίνο λέγοντας: «…Έτσι αισθανόμαστε λίγο πολύ όλοι μας απέναντι στους Έλληνες. Τους μισούμε όπως τα ζώα τους θηριοδαμαστές. Και μόλις μας δίνεται η ευκαιρία χιμάμε, τους δαγκώνουμε και τους κατασπαράζουμε. Γιατί στο βάθος ξέρουμε ότι κάποτε είμαστε ζώα μ' όλη τη σημασία της λέξης κι είναι αυτοί, οι Έλληνες, πάλι οι Έλληνες, πάντα οι Έλληνες, που μας βγάλανε από τη ζωώδη κατάσταση και μας ανεβάσανε στην ίδια με τους εαυτούς τους ανθρώπινη βαθμίδα!». 

Δεν ξέρω αν αυτή η περιγραφή εμπεριέχει κάποιο στοιχείο υπερβολής, όμως στο βιβλίο του έγκριτου ιστορικού-μεσαιωνολόγου Jacque Le Goff: «Η Ευρώπη Γεννήθηκε τον Μεσαίωνα;», τεκμηριώνεται επαρκώς η άποψη, ότι το φαινόμενο της  ανθρωποφαγίας ήταν μια συνήθεια ευρέως διαδεδομένη στους λαούς των ισχυρών σημερινών κρατών της Ευρώπης, μέχρι τουλάχιστον και τον 11ο αιώνα. Και δυστυχώς δεν είναι ο μόνος ιστορικός που το αναφέρει.

Και τέλος ο παλιός μας γνώριμος, ο αδηφάγος σιωνισμός. Αυτός που για «τον φόβο των Ιουδαίων», διαχρονικά απαιτεί και επιδιώκει την παντελή εξαφάνιση του Ελληνισμού, γιατί θεωρεί ότι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα σταθερά τον παρεμποδίζει στην παγκόσμια επικράτησή του. 

Ο σιωνισμός, που όπως φάνηκε και από το μισαλλόδοξο λογύδριο του Κίσσιγκερ, εκτός από την καθαρά δική του λυσσαλέα ανθελληνική δράση, εκμεταλλεύεται και συντονίζει και τις άλλες δυο ανθελληνικές παραμέτρους που προανέφερα: τον «ιστορικό αυτοματισμό» και τη μειονεξία.     
Όλα αυτά δίνουν το μέγεθος του προβλήματος και δείχνουν τον μοναδικό  τρόπο και δρόμο μέσα από τον οποίο η Ελλάδα μπορεί να προσδοκά την ανάστασή της. 

Μια ανάσταση που το δίχως άλλο μπορεί να έρθει μόνο με την παροχή στήριξης εκ μέρους όλων των Ελλήνων προς το μοναδικό πατριωτικό κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου: τον Λαϊκό Σύνδεσμο Χρυσή Αυγή.

Α.Κ.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ