Η πρώτη προσπάθεια να
καθοριστεί αντικειμενικά, με συστηματικό και αδιάβλητο τρόπο και χωρίς την
πρόσμιξη μεταφυσικών δεδομένων, η διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, το
δίκαιο και το άδικο, σχετίζεται με την ανάπτυξη του ρωμαϊκού δικαίου που
αρχίζει κατά τον 9ο αιώνα με την ίδρυση της αυτοκρατορίας των
Φράγκων.
Είχε προηγηθεί φυσικά το νομοθετικό
έργο του Ιουστινιανού (Ιουστινιάνειος Κώδικας), το οποίο ωστόσο αποτέλεσε μια εναρμόνιση
των θεσμών πολιτείας και εκκλησίας. Μέσα στο
έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας και
στα κείμενά του καθίσταται εμφανές πως η ορθή και προσήκουσα άσκηση της
πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει τον σεβασμό του θείου νόμου. Επίσης στις
ίδιες διατάξεις εμφανίζονται πλήθος νόμων που εφαρμόζονταν στη ζωή της
Εκκλησίας να εντάσσονται στους νόμους του κράτους, με ιδιαίτερη βάση στους
κανόνες των Οικουμενικών συνόδων.
Η προσπάθεια της δυτικής
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να καταρτίσει ένα δικό της ξεχωριστό δίκαιο, βασισμένο
αποκλειστικά στον ορθολογισμό και τα δικά της πολιτισμικά πρότυπα, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δράσεων
που έλαβαν χώρα στο δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, με σκοπό την αυτονόμησή του από
την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και των ελληνική παράδοση.
Από τη στιγμή λοιπόν που
ιστορικά καταγράφεται μια προσπάθεια συστηματοποίησης στην απονομή της
δικαιοσύνης από τη Δύση, το δίκαιο εντάσσεται στην υπηρεσία των χρησιμοθηρικών
πολιτισμικών προτύπων των κοινωνιών της. Προτύπων που μέσω μιας θετικιστικής
αντικειμενοποίησης του ορθολογισμού υπηρετούν αποκλειστικά την πρακτική τους
ωφελιμότητα και όχι την ικανοποίηση του κοινωνικά αληθούς, όπως επιτάσσει το
ελληνικό παράδειγμα.
Έτσι, η δυτικοευρωπαϊκή
σκέψη ξεπερνά το εμπόδιο του ελληνικού προτύπου, «καταφέρνοντας» να
«ερμηνεύσει» οριστικά και τελεσίδικα τη φυσική και ιστορική πραγματικότητα στο
σύνολό της, καταλήγοντας σε «αξιώματα», «αρχές» και «νόμους» που κρίνουν αυτές
τις πραγματικότητες μόνο κατά τα φαινόμενα και όχι καθ’ ολοκληρία. Δηλαδή
μόνο ως λογικές δυνατότητες (κατά το νοούμενο) και όχι ως πραγματικότητες, που
τις ψηλαφεί μεν εμπειρικά ο άνθρωπος, αλλά που υπερβαίνουν τη λογική του
ικανότητα.
Η ιδεολογία αυτή βρίσκει
αρχικά την πολιτική της έκφραση στο όραμα της κοσμοκρατορίας του παπισμού, στη
συγκέντρωση κάθε εξουσίας πολιτικής, πνευματικής, νομοθετικής και δικαστικής
στα χέρια του Πάπα. Το σκεπτικό είναι ότι μόνο αυτός έχει την ικανότητα να
ερμηνεύει με αλάνθαστο τρόπο αυτή την πραγματικότητα.
Αυτό όμως στην πορεία
γεννά αυθαιρεσία και απολυταρχισμό και ο λαός απαντάει με ένα δυναμικό
πολιτικοθρησκευτικό μεταρρυθμιστικό κίνημα διαμαρτυρίας, που σταδιακά
γιγαντώνεται με αίτημα την απόσχιση από τον καθολικισμό. Ο Πάπας απαντάει στο
αίτημα των Διαμαρτυρομένων με την Αντιμεταρρύθμιση, επιχειρώντας να καταστείλει
δυναμικά το αποσχιστικό κίνημα. Είναι η
εποχή της κορύφωσης του «συνετισμού
των αντιφρονούντων» με την Ιερά
Εξέταση και τα συγχωροχάρτια.
Κάποια στιγμή βέβαια οι
φρικαλεότητες των ιεροποιημένων παραγόντων ξεπερνιούνται, αλλά η Δύση δεν θα
ξεπεράσει ποτέ τις περί αντικειμενικού δικαίου βεβαιότητες, μένοντας για πάντα εγκλωβισμένη
στον θετικιστικό ορθολογισμό της. Κάτι που
χαρακτηρίζει συλλήβδην τον δυτικό κόσμο μέχρι σήμερα (θρησκευόμενους και
μη), σαν αποτέλεσμα τεσσάρων υποτίθεται αρχών δικαίου πάνω στις οποίες
οικοδομήθηκε αυτός ο πολιτισμός: Το δίκαιο της πλειοψηφίας, το δίκαιο της
αυθεντίας, το δίκαιο του ωφέλιμου αποτελέσματος και το δίκαιο των ακαταμάχητων
αποδείξεων. Τέσσερις αρχές δικαίου που κληροδότησε στη δυτική σκέψη ο
Αυγουστίνος, σημαδεύοντάς την ολοκληρωτικά.
Έτσι, το 1555 με την
«Ειρήνη της Αυγούστας» κατοχυρώνεται η θρησκευτική Μεταρρύθμιση και ο
Λουθηρανισμός, το πρώτο πολιτικοθρησκευτικό -
μεταρρυθμιστικό κίνημα που
αμφισβήτησε ευθέως τον καθολικισμό εκ των έσω, αναγνωρίζεται ως νόμιμο
θρησκευτικό δόγμα. Γεγονός που πρακτικά σήμαινε, ότι κάθε ηγεμόνας μπορούσε να
επιβάλλει στην περιοχή της δικαιοδοσίας του όποιο από τα δυο δόγματα (καθολικό
ή λουθηρανικό) προτιμούσε (Cuius regio eius religio = όποιου η επικράτεια εκείνου και το
θρήσκευμα).
Αυτό σήμανε το τέλος της
θρησκευτικής ενότητας της Ευρώπης και την αλλαγή του χάρτη μέσα από
μακροχρόνιες και οδυνηρές συγκρούσεις που ακολούθησαν τη θρησκευτική διάσπαση.
Το μεταρρυθμιστικό κίνημα συνδέθηκε επίσης με τη διαδικασία διαμόρφωσης και
ανάδειξης των εθνικών ταυτοτήτων των λαών της Ευρώπης. Τον 17ο
αιώνα, η προσπάθεια των Γερμανών αυτοκρατόρων να ανασυγκροτήσουν ενιαίο κράτος
μέσω της επιβολής του καθολικισμού με δυναμικό τρόπο, θα προκαλέσει
πανευρωπαϊκό πόλεμο, γνωστό με το όνομα: Τριακονταετής πόλεμος.
Το εγχείρημα των Γερμανών
αποτυγχάνει και το 1648 με τη συνθήκη της Βεστφαλίας ο Τριακονταετής πόλεμος
τελειώνει. Μαζί με αυτόν η μεσαιωνική πολιτειακή οργάνωση φτάνει οριστικά στο
τέλος της. Η Ολλανδία και η Αγγλία και έναν αιώνα αργότερα και οι ΗΠΑ, χώρες που διακρίνονταν για το
«δημοκρατικό τους πνεύμα» και υποστήριζαν την ελευθερία της ατομικής
δραστηριότητας, την ανάπτυξη του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και του
κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ευνόησαν με κάθε τρόπο την ισχυροποίηση της
Μεταρρύθμισης, με απώτερο στόχο τη διάλυση της γερμανικής αυτοκρατορίας. Η
Γαλλία μάλιστα χρειάστηκε την επανάσταση του 1789 για να «συνετισθεί» και να
ενταχθεί στο «αναπτυξιακό» ρεύμα της Αγγλίας.
Με τη συνθήκη της
Βεστφαλίας η Χριστιανική Κοινοπολιτεία που είχε επικεφαλής τον Πάπα και τον
αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους,
τερματίζεται. Μια διαδικασία αποολοκλήρωσης της Κοινοπολιτείας ξεκινά, με τα
900 συστατικά κρατίδια της γερμανικής αυτοκρατορίας να ελαττώνονται αριθμητικά
στα 355. Αυτονομημένα σε μεγάλο βαθμό από τον έλεγχο του Γερμανού αυτοκράτορα
και ενδυναμωμένα από τις μεταξύ τους ενοποιήσεις, μπορούν τώρα να συνάπτουν
συνθήκες μεταξύ τους ή με άλλα κράτη, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής και την
έναρξη μιας άλλης. Η Ευρώπη αποκτά περίπου γεωγραφικά τη μορφή που έχει σήμερα.
Εφεξής το διεθνές σύστημα
θα θεωρείται τυπικά ως μια κοινωνία νομικά ισότιμων κρατών, το καθένα
από τα οποία ασκεί κυριαρχία μέσα σε σαφή κρατικά σύνορα, χωρίς να υπόκειται
φανερά σε ανώτερη πολιτική εξουσία. Στην πραγματικότητα, ο αγγλοαμερικανικός
άξονας που συνετέλεσε τα μέγιστα στην διάσπαση της γερμανικής αυτοκρατορίας,
ελέγχει τώρα τη νέα διεθνή τάξη πραγμάτων.
Μόνο που ο άξονας αυτός
ταχύτατα χειραγωγείται από τις σιωνιστικές δυνάμεις, που απελευθερωμένες μετά
τη Γαλλική Επανάσταση παύουν να ζουν γκετοποιημένες και περιθωριοποιημένες και
εκμεταλλευόμενες τον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα του νέου διεθνούς συστήματος,
τον ποδηγετούν ολοκληρωτικά, αρχικά οικονομικά και στη συνέχεια και
πολιτικά.
Α.Κ.