Ένα
σημείωμα του Αlain de Benoist στο περιοδικό «Nouevelle École», τεύχος Απριλίου 1968, ενότητα
«Γλωσσολογικά και ανθρωπιστικές επιστήμες».
Η όλη ιστορία της αρχαίας Ευρώπης περιστρέφεται γύρω από τα δύο μεγάλα
μεταναστευτικά κύματα των Ινδοευρωπαίων. Το πρώτο πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ
2.200 και 2.000 π. Χ. Από αυτό προέρχονται οι ιρανικές και βεδικές κοινωνίες, η
χεττιτική αυτοκρατορία και τα βασίλεια της πεδιάδας της Ανατολίας, οι ιστορικοί
πολιτισμοί των Ελλήνων και των Λατίνων των Κελτών και των Γερμανών. Στη δύση οι
ινδοευρωπαίοι καταλαμβάνουν την Ιβηρική Χερσόνησο, την Γαλατία, τις Βρετανικές
Νήσους και τη Σκανδιναβία. Στον Νότο, σύμφωνα με την παραδοσιακή χρονολογία, η πόλη της Ρώμης ιδρύθηκε το έτος
753 π. Χ.
Στην Ανατολή, ένας κλάδος των
ινδοευρωπαίων λαών (οι Τοχάροι) προχωρούν βαθύτερα, πέρα από τα σημερινά σύνορα
της Κίνας, επιβάλλοντας την επιρροή τους στα «βαρβαρικά βασίλεια»
στο βόρειο τμήμα της χώρας. Ο φιλόλογος Hans Hensen κατέδειξε ότι κινεζικές λέξεις όπως «μι» (μέλι), «γιεν» (χήνα), «κιάν» (κύων), «μα» (ίππος), έχουν σαφή ινδοευρωπαϊκή προέλευση.
στο βόρειο τμήμα της χώρας. Ο φιλόλογος Hans Hensen κατέδειξε ότι κινεζικές λέξεις όπως «μι» (μέλι), «γιεν» (χήνα), «κιάν» (κύων), «μα» (ίππος), έχουν σαφή ινδοευρωπαϊκή προέλευση.
Χάρη στην εξημέρωση του ίππου και τη χρήση πολεμικών
αρμάτων οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί ξεκινούν την κατάκτηση του κόσμου, σε διαδοχικά
κύματα. Κατά την διάρκεια των αιώνων, ένα από τα δηλωτικά σημεία του «ευγενούς
ανθρώπου» θα είναι η κατοχή ενός ίππου, ο οποίος
αποτυπώνει την εντύπωση του «κυρίου», του Ρωμαίου «ιππέως» (equite), του Γερμανού Ιππότη ("reiter") και του Φράγκου ιππότη ("chavalier"). Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Ρουμάνος ανθρωπολόγος Nicolas Lahovary,
«Πρωτίστως είναι απαραίτητο να
θεωρήσουμε αυτές τις κατακτήσεις ως ένα αποτέλεσμα σαφώς μεγαλύτερο από την απλή στρατιωτική υπεροχή. Εκτός από τις υλικές συνθήκες, πρέπει να τις ερμηνεύσουμε
ως συνέπεια ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων, της δυνάμεως του χαρακτήρα των
ατόμων και, κατ' επέκταση, της εθνοτικής τους ομάδας. Τίποτε άλλο δεν αποτελεί το
μυστικόαποτυπώνει την εντύπωση του «κυρίου», του Ρωμαίου «ιππέως» (equite), του Γερμανού Ιππότη ("reiter") και του Φράγκου ιππότη ("chavalier"). Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Ρουμάνος ανθρωπολόγος Nicolas Lahovary,
της τεράστιας επέκτασης των Ινδοευρωπαίων σε βάρος ευφυών λαών των οποίων ο πολιτισμός, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν πιο ανεπτυγμένος από εκείνο των Ινδοευρωπαίων.»
Αφού ενθυμείται την ιστορία αυτών των μεταναστεύσεων, με
ένα τρόπο ούτως ή άλλως περιληπτικό και
συγκεχυμένο, ο John Geipel στο έργο του «Οι Ευρωπαίοι : μια εθνοϊστορική
επισκόπηση» (1969) εξετάζει την κατανομή
των φυσικών χαρακτηριστικών των αρχαίων Ευρωπαίων : ανάστημα, χρώμα
μαλλιών και οφθαλμών, τους κεφαλικούς και προσωπικούς δείκτες κ.λπ.
Οι παρατηρήσεις του σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν απροσδόκητα αποτελέσματα : «Για παράδειγμα, μπορεί να είναι σημαντικό ότι, οι περιοχές της Ευρώπης όπου εξακολουθεί να υπάρχει μια κάθετη επικάλυψη των γνάθων, η οποία δεν έχει αντικατασταθεί από την προπέτεια της άνω γνάθου, είναι ακριβώς εκείνες οι περιοχές όπου τα οδοντικά συλλαβικά σύμφωνα (όπως το αγγλοσαξωνικό "th") χρησιμοποιούνται γιά τη φωνητική απόδοση των τοπικών γλωσσών» .
Επιβεβαιώνεται επίσης η
εθνολογική συγγένεια των ινδοευρωπαϊκών λαών
από την ειδική κατανομή των ομάδων αίματος : 0 (από 45 έως 75% του εξετασθέντος πληθυσμού), Α (από 5 έως 40%) και Β (από 4 έως 18%).
από την ειδική κατανομή των ομάδων αίματος : 0 (από 45 έως 75% του εξετασθέντος πληθυσμού), Α (από 5 έως 40%) και Β (από 4 έως 18%).
Ο John Geipel μελέτησε επίσης (με
μια μελέτη την οποία εγώ αναπόφευκτα θα είχα απορρίψει με προθυμία ως ισχυρά
αντιεπιστημονική) τη φυσιογνωμία των σημερινών Ευρωπαίων, προτού προβείι στη
μελέτη των «φυλών της Ευρώπης». Και γράφει αυθαίρετα : «Ο άνθρωπος που ήλθε
στην παλαιά Ευρώπη είναι ήδη ένας μειγάς και εμείς, οι απόγονοί του, δεν
είμαστε κάτι άλλο». Όμως, κάθε άτομο είναι «μειγάς» στο βαθμό που αποτελεί αποτέλεσμα
ενός ορισμένου αριθμού διασταυρώσεων, ξεκινώντας πρωτίστως από αυτήν των γονέων
του. Ο Geipel υποτιμά την αφέλεια του κοινού του, καθώς προσπαθεί να το πείσει ότι
τα φυλετικά χαρακτηριστικά είναι πάντα σχετικά. Η φυλή είναι μια παραγματική,
μια δυναμική και στατιστική ιδέα.
Ορίζεται από τη συχνότητα του μέσου όρου ενός ορισμένου αριθμού γονιδίων τα
οποία καθορίζουν, σε ένα δεδομένο πληθυσμό, τα χαρακτηριστικά ή τις φυσιολογικές,
παθολογικές και ψυχολογικές προδιαθέσεις του.
Προτείνοντας, όπως ο Αμερικανός ανθρωπολόγος καθηγητής
Livingstone, να
αντικαταστήσουμε τον όρο «φυλή» με τον όρο «γραμμή συχνοτήτων», δεν κάνουμε τίποτα
άλλο παρά να παίζουμε με τα λόγια, επειδή ακριβώς μέσα
στον συνδυασμό αυτών των «γραμμών συχνοτήτων» βρίσκεται το στοιχείο απ΄ όπου οι ανθρωπολόγοι εξάγουν τον φυλετικό καθορισμό των μεγάλων ανθρωπίνων ομάδων.
στον συνδυασμό αυτών των «γραμμών συχνοτήτων» βρίσκεται το στοιχείο απ΄ όπου οι ανθρωπολόγοι εξάγουν τον φυλετικό καθορισμό των μεγάλων ανθρωπίνων ομάδων.
Ο Γάλλος ανθρωπολόγος Georges Montandon ήταν ο πρώτος, το
1933, που αντικατέστησε την ιδέα της «φυλετικής
ομοιογένειας» με εκείνη της «καθαρής φυλής», μιαν έκφραση αμφιλεγόμενη, αφ’
ενός χωρίς επιστημονική αξία και, αφ’ ετέρου, εύκολα αντικρούσιμη. Το ανθρώπινο φαινόμενο
χαρακτηρίζεται από μια ολοένα και εντονότερα διαπιστώσιμη διαφοροποίηση και δεν
υπάρχει τόπος όπου δήθεν υποτίθεται ότι «η
αδιαφορία περί της προελεύσεως είναι ένα ιστορικό γεγονός» (όπως ισχυριζόταν ο John
Geipel).
Ο Geipel λέγει επίσης ότι «η γλώσσα και η εθνικότητα δεν ασκούν
καμία επίδραση η μία στην άλλη». Αυτό ισχύει για το παράδειγμα που προτείνει (Αγγλόφωνοι μαύροι της Βόρειας Αμερικής). Όμως η επανεμφάνιση της μορφολογίας των αφρικανικών γλωσσών («συγκολλητικές» γλώσσες) στις διαλέκτους των Αντιλλών (των «Δυτικών Ινδίών») ή στην
«μαύρη αγγλική» (ασυναρτησίες των νεγρικών γκέτο στις ΗΠΑ) είναι αποκαλυπτικές περί του αντιθέτου.
Ο Geipel λέγει επίσης ότι «η γλώσσα και η εθνικότητα δεν ασκούν
καμία επίδραση η μία στην άλλη». Αυτό ισχύει για το παράδειγμα που προτείνει (Αγγλόφωνοι μαύροι της Βόρειας Αμερικής). Όμως η επανεμφάνιση της μορφολογίας των αφρικανικών γλωσσών («συγκολλητικές» γλώσσες) στις διαλέκτους των Αντιλλών (των «Δυτικών Ινδίών») ή στην
«μαύρη αγγλική» (ασυναρτησίες των νεγρικών γκέτο στις ΗΠΑ) είναι αποκαλυπτικές περί του αντιθέτου.
Από τη μία εποχή στην άλλη, το πλαίσιο ποικίλλει. Η
«νεολιθική επανάσταση» απετέλεσε μιαν αποκάλυψη που προξένησε την κίνηση των ανθρωπίνων ομάδων,
οι οποίες μέχρι την εποχή εκείνη παρέμεναν απομονωμένες κατά τη διάρκεια
ολόκληρης της περιόδου διαμορφώσεως των φυλών. «Αυτή η απομόνωση προξενεί την
φυλετική διαφοροποίηση» - γράφει ο νομικός, ιστορικός και φιλόσοφος Giorgio Locchi, «εξ ίσου όπως η
γλωσσική απομόνωση, προξενεί μιαν ακραία διαφοροποίηση της γλώσσας. Δεν είναι παρακινδυνευμένο
να πούμε ότι, στο τέλος αυτής της περιόδου
(στο τέλος του παγετώνος της Βουρμείου - Würm), σε κάθε φυλετική ομάδα αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη γλώσσα».
(στο τέλος του παγετώνος της Βουρμείου - Würm), σε κάθε φυλετική ομάδα αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη γλώσσα».