ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ JULIUS EVOLA



“.........θ’  αναφερθώ πρωταρχικά στην Ισλαμική παράδοση, που εδώ παίρνει την θέση της Αρίας-Ιρανικής παράδοσης. Η ιδέα του «ιερού πολέμου» - τουλάχιστον σ’ ότι αφορά στα υπό εξέταση στοιχεία - ήλθε στις αραβικές φυλές μέσω τού Περσικού κόσμου των ιδεών : Έτσι υπαινίσσεται μιαν αναγέννηση της αρχέγονης  Αρίας κληρονομιάς και μπορεί δίχως άλλο να χρησιμοποιηθεί περαιτέρω υπ’ αυτήν την άποψη.
Μ’ αυτό ως δεδομένο, στην προς εξέταση παράδοση ξεχωρίζουν δύο «ιεροί πόλεμοι», ο «μεγάλος» και ο «μικρός». Ο διαχωρισμός αυτός στηρίζεται σ' ένα απόφθεγμα του Προφήτη, όταν επιστρέφοντας από μιά πολεμική επιχείρηση δήλωσε: «Από τον μικρό επιστρέψαμε στον μεγάλο ιερό πόλεμο». Με βάση αυτήν την διαπίστωση, ο μεγάλος ιερός πόλεμος ανήκει στην πνευματική τάξη. Ο μικρός ιερός πόλεμος αντιθέτως, είναι ο φυσικός, ο υλικός αγώνας, ο διενεργούμενος στον εξωτερικό κόσμο πόλεμος. Ο μεγάλος ιερός πόλεμος είναι ο αγώνας του ανθρώπου εναντίον των εχθρών που φέρει εντός του. Ακριβέστερα, είναι ο αγώνας του υπερφυσικού στοιχείου του ανθρώπου εναντίον οποιουδήποτε στοιχείου πού θεωρείται ενστικτώδες, που συνδέεται με πάθη, πού είναι χαώδες, υπόδουλο των δυνάμεων της φύσης. Αυτή είναι επίσης η ιδέα που εμφανίζεται και στο αρχαίο κείμενο της Άριας πολεμικής σοφίας, στο Μπαγκαβάντ – Γκίτα*, όπου αποτυπώνεται :  «Με την πραγμάτωση εκείνου που βρίσκεται πέρα από την  νόηση, ενίσχυσε τον εαυτό σου διά του εαυτού σου και σκότωσε τον υπό μορφήν επιθυμίας εχθρό σου, που μπορεί να νικηθεί δυσχερέστατα». Απαραίτητη συνθήκη γιά το εσωτερικό έργο της απελευθέρωσης είναι ότι, ένας τέτοιος εχθρός, ως ο «άπιστος», ο «βάρβαρος» μέσα μας,  πρέπει να πληγεί εκμηδενιστικά.


Συνεπώς, στο πλαίσιο μιας ηρωικής παράδοσης ο μικρός ιερός πόλεμος —δηλαδή ο πόλεμος νοούμενος ως εξωτερικός αγώνας—χρησιμεύει μόνον ως δρόμος, μέσω του οποίου πραγματοποιείται αυτός ακριβώς ο μεγάλος ιερός πόλεμος. Αυτός είναι ο λόγος  για τον οποίον οι όροι «ιερός πόλεμος» (αραβικά «τζιχάντ») και «δρόμος του Θείου» πολύ συχνά συναντώνται  στα κείμενα ως συνώνυμοι. Στο Κοράνιο διαβάζουμε : «Μάχονται στο δρόμο του Θεού —δηλαδή στον ιερό πόλεμο— εκείνοι που θυσιάζουν την επίγεια ζωή προς χάρη της μελλοντικής. Εμείς θ’ απονείμουμε μεγάλο βραβείο σ' εκείνον που πολεμά και πεθαίνει στον δρόμο του Θεού ή σ' εκείνον που νικά». Και παρακάτω: «Αυτός δεν θα οδηγήσει ποτέ στην καταστροφή τα έργα όσων σκοτώνονται στον δρόμο του Θεού. Αυτός θα τους οδηγήσει και θα χαρίσει στις καρδιές τους ειρήνη. Θα τους οδηγήσει προς τον παράδεισο, τον οποίο θα τους φανερώσει». Εδώ υπονοείται ο φυσικός θάνατος κατά την διάρκεια της μάχης, ο λεγόμενος mors triumphalis — ο «θριαμβικός θάνατος», που βρίσκει τέλεια αντιστοιχία στις κλασικές ρωμαϊκές παραδόσεις.

Παρ' όλα αυτά, το ίδιο δόγμα μπορεί να κατανοηθεί  κι από μια συμβολικήν έννοια : Όποιος έχει μάθει να ζει έναν «μεγάλο ιερό πόλεμο» μέσα στον «μικρό πόλεμο», έχει δημιουργήσει μέσα του μιά δύναμη που τον φέρνει σε κατάσταση ικανή να κατανικήσει την κρίση του θανάτου. Αλλά ακόμη και δίχως να έχει σκοτωθεί φυσικά, μπορεί διά μέσου της άσκησης, της δράσης  και του  αγώνα, να βιώσει τον θάνατο. Τότε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, κάποιος μπορεί να νικήσει εσωτερικά τον θάνατο και να επιτύχει μιαν «επιβίωση». Εσωτερικά νοούμενος ο «Παράδεισος», η «Ουράνια Βασιλεία» κι οι ανάλογες εκφράσεις, στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε άλλο από σύμβολα κι απεικονίσεις, προσαρμοσμένες γιά την κατανόηση του λαού, από υπερβατικές καταστάσεις της συνείδησης που υπάρχουν σ' ένα πεδίο υψηλότερο από την ζωή ή τον θάνατο.

Αυτές οι παρατηρήσεις μας επιτρέπουν ν’ ανακαλύψουμε τα ίδια νοήματα, υπό τον εξωτερικό χριστιανικό επενδύτη, τον οποίον είχε υποχρεωθεί να φορέσει για τις εξωτερικές εμφανίσεις η Βόρεια-Δυτική παράδοση κατά την διάρκεια των Σταυροφοριών. Πολύ περισσότερο απ' ότι πιστεύεται, στην ιδεολογία των Σταυροφοριών, η απελευθέρωση του Ναού, η κατάκτηση των «Αγίων τόπων» είχαν σημεία επαφής με την Βόρεια-Αρία παράδοση, τα οποία  αναφέρονται στην μυστική Άσγκαρντ **, στην μακρινή γη των Άσεν και των ηρώων, εκεί όπου ο θάνατος δεν εξουσιάζει κι οι κάτοικοι απολαμβάνουν την αθανασία και μιαν υπερφυσική γαλήνη. Ο ιερός πόλεμος παρουσιαζόταν ως ένας καθ' ολοκληρία πνευματικός πόλεμος, έτσι ώστε οι ιερείς κυριολεκτικά τον συνέκριναν με μιά «κάθαρση, ίδια όπως η φωτιά του καθαρτηρίου, μόνο πριν από τον θάνατο». «Ποιά δόξα είναι γιά σας καλύτερη από το να αποχωρήσετε δαφνοστεφανωμένοι από τον αγώνα ! Αλλά, πόσο μεγαλύτερη είναι η δόξα, όταν κατακτήσεις ένα αθάνατο στέμμα στο πεδίο της μάχης», διαβεβαίωνε τους Ναΐτες ο Βερνάρδος, Επίσκοπος του Κλαιρβώ. ***

Στους σταυροφόρους υπήρχε επίσης η υπόσχεση της «ύπατης δόξας»-αυτής που οι θεολόγοι αποδίδουν στον ευρισκόμενο ψηλά στους ουρανούς («εν υψίστοις») Θεό / In Excelsis Deo. Έτσι η Ιερουσαλήμ, ο  ονειρεμένος σκοπός του «μικρού ιερού πολέμου», έχει μιαν όψη διπλή, τόσον ως επίγεια, όσο και ως επουράνια πόλη, η δε σταυροφορία είναι η εισαγωγή σ’ ένα επίτευγμα το οποίο πραγματικά οδηγεί στην αθανασία. Στην αρχή, οι απρόβλεπτες μεταπτώσεις των Σταυροφοριών προκάλεσαν έκπληξη, σύγχυση κι ακόμη κλόνισαν την πίστη**** . Ωστόσο έπρεπε να εξαγνίσουν από κάθε κατάλοιπο υλισμού την επίδραση και την ιδέα του ιερού πολέμου. Κατόπιν, το ατυχές αποτέλεσμα μιας σταυροφορίας μπορούσε να συγκριθεί με μια καταδιωκόμενη από την ατυχία αρετή, της οποίας η αξία μπορεί να εκτιμηθεί και να επιβραβευθεί μόνο σε σχέση με μια μη - επίγεια ζωή. Έτσι μ’ αυτήν την παραδοχή, πέρα από την νίκη ή την ήττα,  η εκτίμηση της αξίας, επικεντρώθηκε στην πνευματική πλευρά της δράσης.
δυϊσμός της νίκης και της αρετής επηρεάζονται εδώ αυτονόητα από τον γενικό δυϊσμό, όπως αυτός είναι σύμφυτος με την χριστιανική πίστη. Παρ' όλα αυτά, σ’ αυτήν την προσέγγιση προκύπτει μια επαναστατικά ανανεωμένη, υψηλότερη άποψη, η οποία έχει την ρίζα της και την λογική της θέση όχι τόσο στον Χριστιανισμό, όσο στην ηρωική πραγματικότητα της  Αρίας αρχαιότητας.]
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο  ιερός πόλεμος θεωρήθηκε πως είναι  ανεξάρτητος από τα ορατά του αποτελέσματα, δηλαδή είχε αξία ως μέσον γιά την επίτευξη μιας υπερπροσωπικής ολοκλήρωσης, μέσα από την ενεργό θυσία του ανθρώπινου στοιχείου.
Το ίδιο δίδαγμα, ανυψωμένο σε μεταφυσική έκφραση, επανεμφανίζεται σ' ένα γνωστό Ίνδο-Άριο κείμενο, το «Μπαγκαβάντ – Γκίτα». Η συμπόνια και τα ανθρώπινα αισθήματα που συγκρατούν τον πολεμιστή Αρτζούνα ***** και τον εμποδίζουν να εισέλθει  στο πεδίο μάχης εναντίον του εχθρού, επικρίνονται από τον Θεό ως «δειλία, ανάξια ενός ευγενούς, κι απομάκρυνση από τους ουρανούς» (Μπαγκαβάντ – Γκίτα II,2). Του υπόσχεται : «Σκοτωμένος θάχεις τον παράδεισο, νικητής θα κυβερνήσεις στην γη. Γι' αυτο ορθώσου αποφασιστικά γιά μάχη» (II,37). Η  εσωτερική διάταξη που μετατρέπει τον μικρό πόλεμο στον μεγάλο, περιγράφεται ξεκάθαρα: «Αφιερώνοντας κάθε σου ενέργεια σ’ εμένα— διαβεβαιώνει ο Θεός — και τον νου προσηλωμένο στην υπέρτατη κατάσταση του εαυτού, πολέμησε ελέυθερος  από κάθε σκέψη κτήσεων, με πνεύμα απελευθερωμένο από την αγωνία» (ΙII,30). Σε παρόμοιες, εξ ίσου καθαρές εκφράσεις, που αφορούν στην αγνότητα μιας τέτοιας δράσης, που πρέπει να είναι επιθυμητή προς χάρη αυτής της ίδιας, πέρα από κάθε υλιστικό σκοπό, πέρα από κάθε πάθος και κάθε ανθρώπινη παρόρμηση. «Κρατώντας σαν ίσα απόλαυση και πόνο, κέρδος ή απώλεια, νίκη ή ήττα, εξοπλίσου για την μάχη: Έτσι θα παραμείνεις αψεγάδιαστος»”.

* Μπαγκαβάντ – Γκίτα : Bhagavad - Gita  Το «Τραγούδι του Υπεράγιου» ή «Θείο Τραγούδι» : ένα αυτοτελές, από τα πολλά αυτόνομα, συστατικά τμήματα του ινδικού έπους Μαχαμπαράτα (Mahabharata - «Η Ιστορία της Μεγάλης Δυναστείας των Μπαράτα») και συνάμα ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Πιθανώς το Μπαγκαβάντ–Γκίτα προέκυψε στο διάστημα από το 100 π.Χ. έως το 100 μ.Χ., ωστόσον οι αρχές που ορίζονται σ’ αυτό το  «έμμετρο φιλοσοφικό δόγμα» είναι πιθανότατα πολύ παλαιότερες και βυθίζονται στις απαρχές του Αρίου κόσμου. Περιέχει φιλοσοφικές, μεταφυσικές και μερικές μυστικιστικές διδασκαλίες, οι οποίες μεταφέρονται στον  πολεμιστή - άρχοντα Αρτζούνα από τον θεό Κρίσνα με ανθρώπινη μορφή, ως αρματηλάτη του πολεμικού του άρματος. Ο Αρτζούνα («Λαμπερός») είναι ο ήρωας του πολέμου ανάμεσα στις δύο οικογένειες των Καουράβας (Kauravas) και των Παντάβας (Pandavas), ο οποίος  εκμυστηρεύεται στον ηνίοχο του Κρίσνα τις αμφιβολίες και τους προβληματισμούς του.. Ο Κρίσνα όχι μόνο καλεί τον προστατευόμενό του σε αποφασιστικό αγώνα, αλλά του επισημαίνει την ιδιαίτερη ύπαρξή του ως πολεμιστή και ανθρώπου μέσα στην θεία τάξη κι αναφέρεται στην άφθαρτη κι αθάνατη ψυχή, που ούτε μπορεί «να κατακοπεί από λεπίδες ούτε να διαπεραστεί από λόγχες». Οι συμβουλές του Κρίσνα αναφέρουν μεταξύ άλλων, τα αναγκαία και θεϊκά θεσμοθετημένα επακόλουθα της τήρησης των καθηκόντων της κάστας του, καθώς και την δυνατότητα να αφήσει τον αιώνιο κύκλο των μετενσαρκώσεων κι έτσι να προσεγγίσει ένα υψηλότερο επίπεδο ύπαρξης. Αργότερα, στην κορύφωση της αιματηρής μάχης, ο Κρίσνα θ’ αναγνωριστεί από τους μαχόμενους πολεμιστές ως η προσωποποίηση του απόλυτου. Το Μπαγκαβαντγκίτα αποτελεί μέρος του ιερού επικού ποιήματος Μαχαμπαράτα, όμως πολύ συχνά αποδίδεται ως ανεξάρτητο έργο συμπεριλαμβανόμενο στις Ουπανισάδες -που αποτελούν το τελευταίο τμήμα των Βέντα (Βεδών)-. Φέρεται δε πιθανότερο να γράφτηκε περί τον 5ο  αιώνα π.Χ. στην σανσκριτική γλώσσα από τον Βυάσα, τον αποκαλούμενο «Ινδό Όμηρο». Είναι γραμμένο με ποιητικό μέτρο αποτελούμενο από 700 στίχους που συγκροτούν 18 κεφάλαια, (ή κατά τους Ινδουιστές 18 «Λόγους»). Το Μπαγκαβαντγκίτα περιέχει τον διάλογο του επικού πρίγκιπα - ήρωα Αρτζούνα με τον φίλο και αμαξηλάτη του Κρίσνα, λίγο πριν αρχίσει η μοιραία μάχη του Κουρουξέτρα (Kurukshetra) όπου οι Παντάβας πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουν σε μιαν ύστατη αποφασιστική και αφανιστική σύγκρουση τους Καουράβας.
«Στο μαχόμενο γένος» - Έτσι  αφιερωματικά άρχιζε την εισαγωγή του στην ερμηνεία του «Γκίτα» ο σπουδαίος ινδολόγος και θρησκειολόγος Γιάκομπ Βίλχελμ Χάουερ (Jakob Wilhelm Hauer / 1881-1962). Η πρωτοποριακή ερμηνεία του Χάουερ κατατάσσει σαφέστατα την «Γκίτα» στο πλαίσιο της ινδοευρωπαϊκής και ηρωικής παράδοσης, ενώ παρέχει  στον αναγνώστη της σύγχρονης εποχής ξεκάθαρα κατανοητό το κεντρικό μήνυμα της : Την πάγια παραδοχή των Αρίων ν’ αντιμετωπίζουν αποφασισμένοι, ακλόνητοι και γαλήνιοι την τραγωδία της ζωής, ιδωμένης ως μέσον και σύμβολο δημιουργίας. Ο Χάουερ γράφει στην εισαγωγή: «Η ανάγκη για περισυλλογή και απόσυρση από τον κόσμο είναι μόνον η μία πλευρά της Ινδο-Άριας φύσης. Σ’ αυτήν, είναι διατεταγμένη σε πολική τάση μια τεράστια ενέργεια, η οποία διαμέσου των χιλιετιών  στους ανθρωποβόρους πολέμους πάντα  επιδρά εκ νέου στην οικοδόμηση μεγάλων αυτοκρατοριών και πολιτισμών. Όποιος έχει σταθεί μία φορά εμπρός στον βραχώδη ναό του τριπρόσωπου Σίβα στην νήσο Ελεφαντίνη, στην θάλασσα της Βομβάης, αυτός έχει αισθανθεί κάτι από την εξωφρενική ενέργεια της ινδικής ψυχής. Η ισχυρή κληρονομιά του Βορείου  αίματος των Αρίων που μετανάστευσαν στην Ινδία, περίπου από την 3η χιλιετία πΧ  δεν έχει παραμείνει κρυμμένη. Αρκετά ταλαντεύθηκε ο αγώνας για το ζήτημα του κατά πόσον παλλόταν βόρειο αίμα στον σφυγμό των Ινδο-Αρίων. Σταδιακά το ζήτημα έχει αποφασιστεί ξεκάθαρα(...). Η έρευνα της συγκριτικής θρησκειολογίας έχει δείξει ότι οι παλαιότερες παραδόσεις της αρχαίας Ινδίας ανάγονται στα πρωτοϊνδογερμανικά χρόνια. Σήμερα, είναι επίσης σαφές ότι τα φυλετικά γνωρίσματα των Ινδο-Αρίων είναι ιστορικά συνδεδεμένα με την εν λόγω φυλή, η οποία είχε αποφασιστική επιρροή στον Ινδο-γερμανικό κόσμο, με την Βόρεια.. Βλέπε Jakob Wilhelm Hauer: «Μια Ινδο-Άρια μεταφυσική του αγώνα και της δράσης. Το Θείο Τραγούδι υπό νέα Οπτική». «Eine indo-arische Metaphysik des Kampfes und der Tat. Die Bhagavadgita in neuer Sicht.» Στουτγάρδη, 1934. Επισημαίνεται εδώ ότι, ο όρος Ινδογερμανικός είναι το αντίστοιχο του όρου Ινδοευρωπαίος δλδ. Άριος στον γερμανόφωνο κόσμο και δημιουργήθηκε από τον Γαλλοδανο γεωγράφο Conrad Malte-Brun.
** Άσγκαρντ : είναι ο αντίστοιχος «γερμανικός Όλυμπος», η κατοικία των θεών, των Άσεν ή Αιζίρ ή Αίζιρ, στην γερμανική μυθολογία. Η αρχική ονομασία της ήταν «Γκοντχάϊμ»  - «Οίκος του Θεού»
*** Βερνάρδος, Επίσκοπος του Κλαιρβώ (Clairvaux) και Ναΐτες ιππότες : Το Τάγμα των Ιπποτών του Ναού - Ναϊτών  ιδρύθηκε το 1118 και είναι στενά συνδεδεμένο με τον ηγούμενο του Κλαιρβώ, Βερνάρδο. Το 1115, ο Βερνάρδος στην ηλικία των 25 ετών, ηγούμενος στο μοναστήρι του Κλαιρβώ και υποστηρικτής του Τάγματος, περιέλαβε στον κανόνα του Τάγματος με αποφασιστική επιρροή την ιδέα της  σταυροφορία. Στο βιβλίο των Ναϊτών Ιπποτών και έπαινο της νέας ιπποσύνης «Περί του Ύμνου του Νέου Στρατεύματος» («De Laude Novae Militiae»), ο Βερνάρδος τόνισε για την τάξη των ιπποτών ένα νέο ιδανικό : να αφιερώσει την ηρωική βούληση για αγώνα και τήρηση του ευρύτερου ιπποτικού ιδανικού, να εκστρατεύσει για τον Θεό. Η πρόσκληση του αυτή συμπυκνώνεται στην ρήση του ότι, οι νέοι ιππότες θα έπρεπε να είναι άνδρες : «άγριοι όπως τα λιοντάρια και πράοι όπως τ’ αρνιάΗ «οδηγία» του Βερνάρδου ανευρίσκεται ακόμη και την περίοδο 1200-1210 στον Πάρτσιφαλ (Parzival) του  Βόλφραμ φον Έσενμπαχ  (Wolfram von Eschenbach), ένα έργο που αποδίδει τον κεντρικό ρόλο της ιεροσύνης του Άγιου Δισκοπότηρου - του Γκράλ (Gral)- στους ιππότες κι όχι στους κληρικούς. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιπποσύνη ευρισκόμενη πολιτιστικά σε αδιέξοδο έλαβε νέα, ιδιαίτερα πνευματικά ερεθίσματα από τον αναπροσανατολισμό του Βερνάρδου. Το 1146 ο Βερνάρδος, ο οποίος διέθετε τεράστια προσωπική ακτινοβολία, θα δράσει και πάλι ως ιεροκήρυκας υπερ μιας σταυροφορίας στην γαλλική πόλη Verzelay. Οι άνθρωποι έσπευσαν απ’ όλη την Γαλλία για ν’ ακούσουν το πύρινο κήρυγμά του σε μια πεδιάδα έξω από την πόλη. Τα λόγια του Βερνάρδου δεν καταγράφηκαν, αλλά γνωρίζουμε ότι η τεράστια επίδρασή τους πυροδότησε ένα κύμα ενθουσιασμού, ώστε  αμέτρητοι άνδρες έσπευσαν επί τόπου να ορκισθούν συμμετοχή στην  σταυροφορία.
**** Η Πρώτη Σταυροφορία, που έληξε με την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ το 1099, πρέπει ανεπιφύλακτα να νοηθεί ως ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά επιτεύγματα της παγκόσμιας ιστορίας. Όπως επεξηγήθηκε και διασαφηνίστηκε στους «ένοπλους προσκυνητές» σε αμέτρητες μάχες κατά των Τούρκων και των Αράβων, στην δράση βρίσκεται η υπέρβαση όλων των κρίσεων κι η αντοχή όλων των θυσιών του σταυροφορικού στρατού, ιδίως μέσα από την πνευματική κατεύθυνση του σκοπού του πολέμου και στην υπόσχεση της ειδικής θείας χάριτος μετά την επίτευξή του.
***** Αρτζούνα - Arjuna (κυριολεκτικά «λαμπρός» ή «αργυρός» - συγκρίνεται με το λατινικό «αργκέντουμ» - argentum = άργυρος) είναι ο τρίτος από τους Παντάβας, τους πρίγκηπες γιούς του κατάλευκου Πάντου, βασιλιά της Χαστιναπούρα.  Ο Αρτζούνα μαζί με τον Κρίσνα είναι οι κύριοι ήρωες της Μαχαμπαράτα, αυτός δε  εμφανίζεται ως συζητητής και κυρίως ακροατής στον φιλοσοφικό του διάλογο με τον θεό στο «Γκίτα». Υπήρξε εξαίρετος τοξότης και αξεπέραστος πολεμιστής, ο μόνος ανίκητος στην Μαχαμπαράτα. Σ΄ αυτόν, μαζί με τον Κρίσνα (ενσάρκωση του θεού Βισνού / Ναραγιάνα), οφείλεται η νίκη στον  πόλεμο της Κουρουξέτρα και η εγκαθίδρυση του «Νόμου» (Ντάρμα) στην «Τρίτη Κοσμική Εποχή» (την «Ντβαπάρα Γιούγκα»/ Dvapara Yuga).