Προ ολίγου καιρού το «ελλαδικό» κράτος δια των ελληνόφωνων
εκπροσώπων που στελεχώνουν τους θεσμούς του θα γιορτάσει για μια ακόμη φορά την
ημέρα της εθνικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων.
Είναι προφανές φυσικά ότι οι λέξεις στο γλωσσικό κώδικα που έχουν
καθιερώσει οι ελληνόφωνοι που κυβερνούν αυτόν τόπο, έχουν προ πολλού χάσει τις
πρωταρχικές τους έννοιες. Η σχέση σημαινόντων και σημαινομένων για τους
επαγγελματίες της πολιτικής, έχει αλλοιωθεί ριζικά και δυστυχώς όχι μόνο στο
γλωσσικό πεδίο.
Για τους εθνομηδενιστές του «συνταγματικού τόξου» το εννοιολογικό
περιεχόμενο που νοηματοδοτούν οι λέξεις ανεξαρτησία και ελευθερία, οριοθετείται
από την ύπαρξη ανεμπόδιστης καταναλωτικής ευχέρειας από τη μια πλευρά και την
χωρίς όρια και ενοχές σεξουαλικής (έκφυλης) «απελευθέρωσης» από την άλλη.
Πράγματα εντελώς έξω από το ήθος και τη λογική των αγωνιστών του ’21, έξω και
πέρα από τους ιστορικούς εθισμούς των Ελλήνων.
Συνεχίζει να διαλαλεί τους πόθους και τα πάθη του έθνους μας.
Τραγουδάει και λέει ότι οι υπεύθυνοι της διάλυσης του εθνικού μας πολιτισμού
δεν είναι άγνωστοι. Είναι το «συνταγματικό τόξο» στο σύνολό του, η πολιτική,
οικονομική και «πνευματική» μας ελίτ. Όλοι αυτοί δηλαδή που όρισαν ότι κάθε
ερμηνεία της λέξης ελευθερίας με τρόπο
συμβατό προς τους ιστορικούς – πατρογονικούς εθισμούς των Ελλήνων εμπεριέχει εν
δυνάμει τον σπόρο του φασισμού.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου που δίκασε τον Κολοκοτρώνη και ο οποίος
αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή της κυβέρνησης για καταδίκη του Εθνάρχη σε
θάνατο, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, μετά από μήνυση του τότε υπουργού δικαιοσύνης
Σχινά, δικάστηκε για απείθεια μαζί με τον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη. Στην μνημειώδη απολογία του
ο Πολυζωίδης στη περίφημη «δίκη των δικαστών», απευθυνόμενος προς τον άγγλο
επίτροπο του δικαστηρίου Εδουάρδο Μάνσον,
μεταξύ των άλλων είπε: «θέλετε να
σας πω εγώ Επίτροπε γιατί επιθυμείτε τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, ποιος είναι ο
πραγματικός λόγος που τον μισείτε τόσο πολύ; Γιατί σας υποχρέωσε να
αναγνωρίσετε ότι υπάρχει Ελλάδα …».
Αυτή λοιπόν την Ελλάδα που ξανάφερε στο προσκήνιο της ιστορίας ο
Γέρος του Μοριά, που από την πρώτη στιγμή ήταν «καρφί στο μάτι» των Ευρωπαίων,
αυτή την Ελλάδα δεν έπαψαν ποτέ να την πολεμούν και να προσπαθούν να την
αφανίσουν.
Δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τη δημιουργία του κράτους αυτού τότε,
γιατί η ορμή της Επανάστασης ήταν
απίστευτη και γιατί υπήρχε ένας τεράστιος ηγέτης. Μπόρεσαν όμως σε δεύτερη
φάση, σκοτώνοντας τον Καποδίστρια και σχεδόν όλους τους ήρωες πρωτεργάτες της
Επανάστασης και εξουδετερώνοντας με παρωδία δίκης τον Κολοκοτρώνη να ελέγξουν
από την πρώτη στιγμή την διακυβέρνηση αυτού του κράτους, το πολιτικό του
σύστημα.
Η προσέγγιση αυτή στην πραγματικότητα ήταν μια επ’ αόριστον
αναβολή αφανισμού του ελληνικού κράτους
σε μελλοντικό χρόνο, όταν αυτό θα ήταν εφικτό. Ένα μεταβατικό στάδιο, μέχρι να
«διαλυθεί» η ελληνική κοινωνία και να αναιρεθούν όλα τα αιτήματα του
εθνικού οράματος που νοηματοδότησαν την
Επανάσταση. Να απαρνηθούν δηλαδή μόνοι τους οι Έλληνες τα ιερά και τα όσια
του έθνους τους, να απορρίψουν την Ελληνικότητά τους και να συναινέσουν
οικειοθελώς σε όλα εκείνα που αρνήθηκε
να υποκύψει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Είναι φανερό ότι με τη διακυβέρνηση της χώρας από τους
εθνομηδενιστές, η Ελλάδα διολισθαίνει τάχιστα σε αυτό το ιδιότυπο καθεστώς
ευρωτουρκικής συγκυριαρχίας, που πάντοτε ήθελαν να της επιβάλουν, αλλά οι
συγκυρίες δεν το επέτρεπαν. Αυτό που ο μέγας Κωστής Παλαμάς προφήτεψε,
γράφοντας: «… Να! Με του Πάπα το Σταυρό,
με τ’ άστρο του Σουλτάνου, ο ένας του άλλου πρόδρομος και οδηγητής… ».
Τώρα λοιπόν που έπεσαν οι μάσκες, τα ψέματα τελείωσαν και οι Έλληνες
πρέπει να απαντήσουν: Είναι με την Επανάσταση της 25ης Μαρτίου 1821
ή με την 25η Μαρτίου 1957 που υπογράφηκε στη Ρώμη η συνθήκη ιδρύσεως
της ΕΟΚ; Η ιστορία απέδειξε ότι αυτά που σηματοδοτούν οι δυο αυτές ημερομηνίες
είναι απολύτως ασύμβατα μεταξύ τους.
Προσωπικά ευελπιστώ ότι ο λαός αυτός δεν θα καμφθεί. Θα συνεχίσει
κάτω από τις ιερές σκιές των προγόνων του, ακολουθώντας το δρόμο που σύσσωμο το
«συνταγματικό τόξο» ψευδεπίγραφα και εκφοβιστικά διατείνεται ότι οδηγεί στο
«φασισμό».