ΠΕΡΙ ΙΣΛΑΜ Μέρος Β'



Ο Φονταμενταλισμός

Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός εμφανίσθηκε κατά καιρούς στο εσωτερικό πολλών θρησκειών ως αντίδραση υπεραναπλήρωσης στις εκάστοτε «φιλελεύθερες» ή και «εκσυγχρονιστικές»  θρησκευτικές ερμηνείες που έφερνε η νεωτερικότητα. Για να τακτοποιήσουμε (σχετικά) το υπόβαθρο της προσέγγισης του αντικειμένου, πρέπει να ξεκαθαρίσουν από την αρχή κάποιοι θεμελιώδεις ορισμοί και μερικά χαρακτηριστικά δεδομένα :
Σήμερα με τον όρο φονταμενταλισμός («θεμελιωτισμός» ή κατ’ άλλους «θεμελιοκρατία» ή «αρχεγονισμός») εκφράζονται οι τάσεις εμμονής ή επιστροφής σε άκρως συντηρητικά θρησκευτικά βιώματα του παρελθόντος, τα οποία λειτουργούν ως μέσο αντίστασης σε οιανδήποτε ενδεχόμενη αλλαγή ή θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός εμφανίσθηκε κατά καιρούς στο εσωτερικό πολλών θρησκειών ως αντίδραση στις εκάστοτε θρησκευτικές ερμηνείες που επήγαγε η νεωτερικότητα. 
Ο όρος αυτός καθαυτός, επινοήθηκε το 1920 από τον Αμερικανό δημοσιογράφο και βαπτιστή ιεροκήρυκα Κέρτις Λη Λόουζ, εκδότη του θεολογικού περιοδικού «The Watchman-Examiner», 

Curtis Lee Laws

χρησιμοποιήθηκε δε με σκοπό να περιγράψει ένα συγκεκριμένο ρεύμα
θρησκευτικών απόψεων στο πλαίσιο της σύγκρουσης που είχε ξεσπάσει στις τάξεις της ευρείας αμερικανικής προτεσταντικής κοινότητας, μεταξύ φονταμενταλιστών και νεωτεριστών, δηλαδή για να περιγράψει το κίνημα εναντίον της νεωτερικότητας (μοντερνισμού) που είχε αναπτυχθεί στους κόλπους του αμερικανικού προτεσταντισμού από τα τέλη του 19ου  αιώνα.
Ο Κέρτις Λη Λόουζ είχε εμπνευστεί τον όρο από μία σειρά δοκιμίων με τον τίτλο «Τα Θεμελιώδη : Μια Μαρτυρία προς την Αλήθεια» («The Fundamentals -  A Testimony to the Truth»), τα οποία εξέδιδαν κατά την περίοδο 1910-1915 οι Πρεσβυτεριανοί Θεολόγοι του Πρίνστον, απολογητές του «δόγματος του απαρεγκλίτου της Βίβλου». Τα δοκίμια αυτά περιελάμβαναν βασικά δόγματα των Γραφών, όπως η αυθεντία της Βίβλου, η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο, η εγγενής έφεση του ανθρώπου στην αμαρτία και η σωτηρία του ανθρώπου μέσω της θυσίας και της ένσαρκης Ανάστασης του Χριστού. 

The Fundamentals  - A Testimony to the Truth
Ο Κέρτις Λη Λόουζ περιέγραψε τους φονταμενταλιστές ως ανθρώπους «που ακόμα πιστεύουν στα θεμελιώδη δόγματα και είναι έτοιμοι να δώσουν μάχη μέχρις εσχάτων» για τη χριστιανική πίστη.
Βεβαίως, ο φονταμενταλισμός δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο του Χριστιανισμού, καθώς συναντάται και στις άλλες «αβρααμικές θρησκείες», στο Ισλάμ και στον Ιουδαϊσμό. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός αντιμέτωπος αρχικά με διάφορες νεόκοπες εκσυγχρονιστικές και  φιλελεύθερες ερμηνείες, καθώς και μία αδιάλλακτη κοσμική εξουσία, εκδήλωσε την σθεναρή απαίτηση για μια αυστηρότερη, αυθεντικότερη και μέχρι κεραίας ερμηνεία των θρησκευτικών πηγών. Η τελευταία αυτή διαπίστωση βρίσκει ιδιαιτέρως εκτενή  και ισχυρή εφαρμογή στην περίπτωση του Ισλάμ, στο οποίο το ιερό κείμενο του Κορανίου, δεν επιδέχεται ερμηνείας, από τότε που επήλθε το «Κλείσιμο των Πυλών της Ιζτιχάντ» - insidid bab al-ijtihad). (Η λέξη «ιζτιχάντ» -συνέπεια, επιμέλεια- είναι παράγωγο της αραβικής λέξης «τζαχάντα», ίδιας ρίζας με την λέξη τζιχάντ και σημαίνει απόλυτη δραστική προσπάθεια ενός ατόμου. Κατά την έννοια που αρχικά είχε, η Ιζτιχάντ υποδηλώνει ένα τεχνικό όρο του συστήματος του Ισλαμικού Δικαίου που περιγράφει την όλη διεργασία στη διατύπωση μιας δικαστικής απόφασης ή μιας γνωμοδότησης σε ζήτημα του Ιερού Νόμου, με ανεξάρτητη ερμηνεία την πηγών του Νόμου, δηλαδή του Κορανίου και της Παράδοσης / Σούννα. - Πηγή: Το άρθρο του Καθηγητή «Μεσανατολικών Νοτιοασιατικών και Αφρικανικών Σπουδών» στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια  Wael Hallaq, «Was the Gate of Ijtihad Closed?», στο «International Journal of Middle East Studies», εκδόσεις,Cambridge University Press, τεύχος 16, Μάρτιος 1984, σελίδες 3-41).
Wael Hallaq
Τα φονταμενταλιστικά κινήματα διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τη θρησκεία - ή ακόμα και μέσα στην ίδια θρησκεία- καθώς ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τους συναρτάται με τις παραδόσεις και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της θρησκείας και της κοινωνίας από την οποία προέρχονται. Βασικά χαρακτηριστικά του φονταμενταλισμού είναι η επιστροφή στην παράδοση και η τυπολατρική εμμονή σε αυτήν, η δυναμική και διεκδικητική απαίτηση για κάθαρση και αποκατάσταση καθώς και η πεποίθηση ότι το φονταμενταλιστικό κίνημα αποτελεί ένα είδος θεόπνευστου κριτή. Ακριβώς αυτά τα  χαρακτηριστικά οδηγούν αρκετά συχνά τους υποστηρικτές του φονταμενταλισμού στην υιοθέτηση και εκδήλωση βίαιων αντιδράσεων και συμπεριφορών.
Οι περισσότεροι φονταμενταλιστές πιστεύουν στην απόλυτη, ακλόνητη και κατά γράμμα προσήλωση στα δόγματα της θρησκείας τους, που απορρέουν από τα ιερά κείμενα, είτε πρόκειται για το μουσουλμανικό Κοράνιο, είτε για τη χριστιανική Βίβλο είτε για την ιουδαϊκή Τορά. Κατά την άποψή των φονταμενταλιστών, το κείμενο είναι θεόπνευστο, τέλειο και αλάθητο. Συνεπώς επιδιώκουν συχνά να θεσπιστούν και να επιβληθούν στην κοινωνία νόμοι και αρχές σύμφωνες μ' αυτό το κείμενο.
Η εκκοσμίκευση της κοινωνίας (η χειραφέτηση, δηλαδή της κοινωνίας από τη θρησκευτική εξουσία, χειραφέτηση μάλιστα που καθίσταται  θεσμική και σηματοδοτεί οριστικά τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους)  είναι  σήμερα παγκοσμίως μία από τις σημαντικότερες απειλές κατά της θρησκείας, η οποία  αποτελεί και έναν κύριο λόγο για την έξαρση του φονταμενταλισμού.
Η διαδικασία της εκκοσμίκευσης πραγματοποιήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικούς ρυθμούς. Στη χριστιανική Δύση συνέβη κατά τον 18ο  και τον 19ο  αιώνα, ενώ στο μουσουλμανικό κόσμο κατά τη διάρκεια του 19ου  και του 20ου   αιώνα.
Στην εποχή μας, η παγκόσμια κυριαρχία του μεταπολεμικού διαφοροποιημένου δυτικού πολιτισμού, η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», συνεπάγεται την εκκοσμίκευση και την επικράτηση της κοσμικότητας στις περισσότερες περιοχές και θρησκείες του κόσμου. Για να αντιδράσουν στο φαινόμενο αυτό κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι παρακολουθούσαν με δυσαρέσκεια την κοινωνία τους να απομακρύνεται από τις παραδοσιακές θρησκευτικές αξίες, σχημάτισαν φονταμενταλιστικά κινήματα.
Ο φονταμενταλισμός δεν αποτελεί την επιστροφή σε έναν προνεωτερικό πολιτισμό αλλά την απάντηση στην επιβαλλόμενη κοσμική νεωτερικότητα. Με άλλα λόγια, ο φονταμενταλισμός δεν θα υπήρχε χωρίς τη νεωτερικότητα. Ο φονταμενταλισμός άρχισε ως μάχη όχι μεταξύ των θρησκειών, αλλά στο εσωτερικό αυτών, «ως κριτική στη θρησκευτική φιλελευθεροποίηση, την οποία οι συντηρητικοί κατήγγειλαν ως ενδοτισμό απέναντι σε μία επιθετική κοσμική εξουσία»,  όπως καταγράφει εύστοχα η Βρετανίδα τέως καθολική μοναχή, φιλόλογος και συγγραφέας θεμάτων συγκριτικής θρησκειολογίας Karen Armstrong, «The Battle for God : Fundamentalism in Judaism, Christianity and Islam», εκδόσεις Knopf/Harper Collins, Νέα Υόρκη 2000, σελίδα 175.

Karen Armstrong
Παρά το ότι ο φονταμενταλισμός γεννήθηκε μέσα σε ένα αυστηρά θρησκευτικό πλαίσιο, πολύ γρήγορα μεταπήδησε στο πολιτικό πεδίο και διαπίδυσε σε κοσμικά ζητήματα, όπως οι σχέσεις κράτους - κοινωνίας.
Φαίνεται ότι το πρόβλημα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού είναι μια ευρύτερη τάση που αρθρώνει εκ νέου προβλήματα και αιτήματα εθνικά, τα οποία με τη σειρά τους είναι προβλήματα πολιτισμικά και κοινωνικά, δεδομένου ότι ο εθνικισμός είναι επίσης μια γλώσσα για την άρθρωση παρόμοιων προβλημάτων. Σε μία γενίκευση τέτοιας κλίμακας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο φονταμενταλισμός είναι ένας «καθυστερημένος εθνικισμός», (όπως γράφει ο Φώτης Τερζάκης, που διδάσκει φιλοσοφία και συγκριτική θρησκειολογία στο «Κέντρο Διαπολιτισμικών Σπουδών» στο βιβλίο του  «Ανορθολογισμός, Φονταμενταλισμός και Θρησκευτική Αναβίωση: Τα Χρώματα της Σκακιέρας», Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007, σελίδα. 57).

Φώτης Τερζάκης
Υφίστανται δύο θεμελιώδεις θεωρήσεις και εξηγήσεις του φαινομένου του πολιτικά μετασχηματισμένου θρησκευτικού φονταμενταλισμού : η «προνεωτερική» και η «αντινεωτερική». Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ο πολιτικός θρησκευτικός φονταμενταλισμός συναντάται σε κοινωνίες οι οποίες δεν έχουν εισέλθει στην εποχή της νεωτερικότητας,  παραμένοντας  εμμονικά προσκολλημένες σε ένα «προνεωτερικό» παρελθόν και σε μία αμετάβλητη θρησκευτική παράδοση. Αυτές οι κοινωνίες αδυνατούν να αναπτύξουν και να παγιώσουν  μη θρησκευτικές, κοσμικές αντιλήψεις και λειτουργικούς θεσμούς για την οργάνωση της πραγματικότητάς τους. Σύμφωνα με τον διάσημο Αγγλο-Αμερικανό Οριενταλιστή Μπέρναρντ Λούις, ιδίως για το Ισλάμ, «η έννοια της ελευθερίας και της κοσμικότητας παραμένουν ξένες» («The Roots of Muslim Rage», εκδόσεις Prentice Hall, New Jersey 2003, σελ. 200 και του ίδιου «What Went Wrong? Western Impact and Middle Eastern Response», εκδόσεις Oxford University Press, New York, 2002, σελίδες 103, 159.)
Η δεύτερη εκδοχή φάνηκε περισσότερο δημοφιλής στην επιστημονική κοινότητα και εκτιμήθηκε ως πλέον αξιόπιστη. Σύμφωνα με αυτήν, εφόσον με τον όρο «φονταμενταλισμός» νοείται κατ' αρχήν, το κομβικό αίτημα της επιστροφής σε μια αρχέγονη παράδοση, το αίτημα αυτό σημασιοδοτείται όσο η παράδοση αυτή προσβάλλεται ή παρακμάζει, συνήθως εξ αιτίας των αλλαγών που προκαλούν ή και εκλύουν  η νεωτερικότητα και ο εκσυγχρονισμός. Η αίσθηση της φθοράς, της κρίσης, της υπονόμευσης και της παρακμής και το αίτημα για αναγέννηση, αντίδραση και αντίσταση είναι αυτά που πολιτικοποιούν τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, τροφοδοτούν την πολιτικοποίηση της θρησκείας και οδηγούν στη συνακόλουθη στράτευση των πιστών.
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Δημήτρης Καιρίδης, στο βιβλίο του «Η αμερικανική εξωτερική πολιτική και η συντηρητική αντεπανάσταση - Ο Μπους, η Τρομοκρατία, το Ιράκ και το Ισλάμ», (Εκδόσεις I. Σιδέρης, 2008) στην σελίδα 150 γράφει : «Όσο μεγαλύτερη είναι η αίσθηση της απειλής, τόσο περισσότερο πιθανή είναι η επέκταση του αιτήματος για μία αυθεντικότερη ερμηνεία της θρησκείας σε μία ευρύτερη απαίτηση για πολιτική αναμόρφωση, που θα εξασφαλίζει, όχι μόνο τη θρησκεία, αλλά ολόκληρη την κοινωνία στο σύνολό της.»

Δημήτρης Καιρίδης
Τα ανωτέρω βρίσκουν εκτεταμένη εφαρμογή ιδιαίτερα στην περίπτωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, που βρίσκεται σε διαλείποντα ανειρήνευτο πόλεμο με δύο pro forma «εχθρούς», την κοσμικότητα και τη νεωτερικότητα. Η μάχη εναντίον της κοσμικότητας είναι ξεκάθαρα συνειδητή και κατηγορηματική. Αντίθετα, η μάχη εναντίον της νεωτερικότητας, κατά το πλείστον δεν είναι ούτε σαφής, ούτε συνειδητή. Διεξάγεται ενάντια στην όλη διαδικασία της αλλαγής που έλαβε χώρα στον ισλαμικό κόσμο κατά τον τελευταίο αιώνα ή και ενωρίτερα, καθώς και στις επί μέρους εκδηλώσεις της. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτή η διαδικασία αλλαγής απεδόμησε και ανασυνέθεσε, μεταστοιχείωσε και μεταμόρφωσε τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και τις πολιτιστικές δομές των μουσουλμανικών χωρών.
Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός λειτούργησε  προς την διαδικασία «πολεμικά», προσέδωσε ένα σκοπό και μία μορφή στην άσκοπη και άμορφη δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και οργή των Μουσουλμάνων ενάντια στις δυνάμεις που υποτίμησαν τις παραδοσιακές τους αξίες και τα ιδανικά. Μπορεί συμπερασματικά να ειπωθεί πως αυτές οι  δυνάμεις εκμεταλλεύθηκαν ύπουλα τις ελπίδες τους, διέστρεψαν και χλεύασαν μεθοδικά τα πιστεύω τους, προσέβαλαν αδιάφορα την τιμή τους. αλλά  και μείωσαν την ικανότητα βιοπορισμού των μουσουλμανικών μαζών.
Εκτός από την κοινωνικοπολιτική προσέγγιση των αιτιών ανάπτυξης του φονταμενταλισμού, όπως εκτέθηκε παραπάνω, υπάρχουν επίσης και άλλοι πολύ σημαντικοί αιτιοπαθογενετικοί παράγοντες, οι οποίοι οδήγησαν στην εκθετική ανάπτυξη του φαινομένου αυτού : H αποικιοκρατία και ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός, πρωτεύοντα θύματα των οποίων αποτέλεσαν οι αραβικές χώρες. Η αποικιοκρατία στο πρόσφατο παρελθόν εξανάγκασε τους αραβικούς πληθυσμούς να στρέψουν την προσοχή τους (για πρώτη φορά) στα δρώμενα της Δύσης.
Αυτό το γεγονός οδήγησε σε μια μακρά περίοδο κατά την οποία οτιδήποτε «Δυτικό»  (προϊόντα, τεχνολογία, θεσμοί, ιδέες, αξίες, εκπαίδευση) θεωρήθηκε ουσιαστικό, αναγκαίο και απαραίτητο για την έξοδο από την πολιτισμική υποβάθμιση. Όμως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συντελέσθηκε μία σταδιακή αφύπνιση αυτών των χωρών, οι οποίες επιθυμούσαν να αποτινάξουν τον αποικιοκρατικό ζυγό εκμεταλλευόμενες δραστικά την αδυναμία των παρηκμασμένων και κατεστραμμένων από τον πόλεμο, ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών.
Στις δεκαετίες 1950-60, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της αφρικανικής Μεσογείου επανεστάτησαν και κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους υλοποιώντας μιαν ιστορική  «αλυσωτή αντίδραση» : Σχηματίσθηκαν  αλληλοδιαδόχως νέα αραβικά κράτη, τα οποία από άποψη πολιτικής υφής, έτειναν προς εκείνο το είδος κρατικής οργάνωσης γνωστής με το όνομα «αραβικός σοσιαλισμός», η οποία  στηρίζεται στις εθνικοποιήσεις, στη μονοκομματική εξουσία και στο δεσπόζοντα ρόλο των στρατιωτικών. Σε κάθε περίπτωση, οι προβαλλόμενες αξίες και η κυρίαρχη ρητορεία των κρατών αυτών ήσαν λαϊκές και εθνικιστικές, όχι όμως θρησκευτικές. Σε αυτή την ιστορική φάση  συσπειρωτικός πόλος των αραβικών εθνών ήσαν τα κοινά αντιαποικιακά συμφέροντα και τo έθνος, όχι το Ισλάμ.
Όμως η  ιδεολογία του παναραβισμού, (ενσαρκωμένη κατά καιρούς στο πρόσωπο φιλόδοξων και ηρωικών ηγετών, όπως ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ της Αιγύπτου),

GAMAL ABDEL NASER 
απέτυχε εν πολλοίς να ανατρέψει  την  de facto υφιστάμενη κατάσταση εις βάρος του αραβικού στοιχείου. Η πολυσύνθετη, πολυεπίπεδη και πολύπλευρη εξάρτησή των αραβικών κρατών από την αμερικανική αγορά, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία, τα οδήγησε να υποταχθούν στην «νεοαποικιακή» κυριαρχία των Αμερικανών. 

MOHAMED ANOIR AL SADAT
Ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Μουχάμαντ Ανουάρ ελ Σαντάτ ήταν από τους πρώτους Άραβες ηγέτες που έδωσαν το σύνθημα μιας συνδιαλλαγής με τη Δύση, ενώ την ίδια πολιτική συνέχισε μετά τη δολοφονία του, ο διάδοχός του Πρόεδρος Μουχάμαντ Χόσνι ελ Σαγιέντ Μουμπάρακ στη δεκαετία του 1980. 

HOSNI EL SAYED MUBARAK
Τα πλεονεκτήματα που απέρρεαν από την στενότερη σύνδεση και «ευθυγράμμιση» με τις ΗΠΑ ήσαν εμφανέστατα, οπότε και άλλα αραβικά κράτη κινήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση : Η Ιορδανία, το Μαρόκο, η Τυνησία και ιδιαίτερα οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της αραβικής χερσονήσου, οι οποίες, μετά το απόγειο της επιρροής τους με την πετρελαϊκή κρίση τον Οκτώβριο του 1973, (όταν τα μέλη του «Οργανισμού Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών» ή OAPEC -αποτελούμενο από τα αραβικά μέλη του OPEC, καθώς και την Αίγυπτο, τη Συρία και την Τυνησία- διακήρυξαν εμπάργκο πετρελαίου) συνειδητοποίησαν οδυνηρά ότι, μακροπροθέσμως ο πετρελαϊκός πλούτος μπορεί να δημιουργήσει περισσότερο αδυναμία παρά ισχύ.
Οι κομβικές αυτές ιστορικές εμπειρίες, επαναλαμβανόμενες και αποφασιστικές, εγχάραξαν ανεξίτηλα στην ψυχή των αραβικών λαών, ένα αίσθημα προκλητικής αδικίας, ελεεινής ταπείνωσης και δίκαιης (αλλά ανίσχυρης) οργής. Έτσι, το αίτημα εθνικής ανασύνταξης και εθνικού αναπροσδιορισμού κατέστη διαρκώς πιεστικότερο και πλέον επείγον. Εύλογα, ιδιαίτερα πρόσφορο μέσο για την επίλυση αυτών των αιτημάτων ήταν η επιστροφή στην παράδοση. Βέβαια μια εξόχως σημαντική παράμετρος αυτής της παράδοσης είναι η θρησκεία, οπότε  η θρησκεία, με την εγγενή της  δύναμη επιρροής στο ασυνείδητο ευρύτατων μαζών, υπό συνθήκες έντονης κοινωνικής ζύμωσης, καθίσταται εύκολα το προσφορότερο είδος γλώσσας για την έκφανση των συλλογικών κοινωνικών,  πολιτισμικών και εθνικών αιτημάτων.
Ισλαμικός Φονταμενταλισμός: Αν με τον όρο «φονταμενταλισμός» υποδηλώνουμε έναν ιδιάζοντα τύπο θρησκευτικότητας που είναι πολιτικοποιημένος σε υψηλό βαθμό, είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να επιβάλει στο όνομα του Θεού τη θέλησή του διά της ισχύος, χαρακτηρίζεται από σφοδρή μισαλλοδοξία και επιθετικότητα εναντίον όσων δεν συμμερίζονται την θεώρηση και  το όραμα του για τον κόσμο και την ιστορία, ενώ αφ ετέρου είναι στραμμένος και εστιασμένος στο παρελθόν αντιμετωπίζοντας με καχυποψία και εχθρότητα κάθε νεωτερισμό  (ιδιαίτερα μάλιστα το είδος της «πλουραλιστικής νεωτερικότητας» που ξεπήδησε από τον Διαφωτισμό), τότε καταφανώς πρόκειται για ένα ρεύμα που αναδύθηκε από τη δεκαετία του ΄70 και ένθεν. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι, όταν γίνεται λόγος για «φονταμενταλισμό», στη σημερινή πολιτική γλώσσα, όλα τα συμφραζόμενα, οι αποτυπώσεις και οι συνοδευτικές παραστάσεις μας οδηγούν να σκεφτούμε, σχεδόν μηχανιστικά,  τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Αλάνθαστα, το πυρηνικό νοηματικό περιεχόμενο του ισλαμικού φονταμενταλισμού  θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά με τον όρο «ισλαμικός ζηλωτισμός». Αυτό το ουσιώδες περιεχόμενο ενέχει και φανερώνει την συνειδητή επιστροφή στην αυστηρή εφαρμογή των θρησκευτικών κανόνων, στη μεθοδική μελέτη του Κορανίου και των Χαντίθ που έχουν τεράστια σημασία για τους Μουσουλμάνους, δεύτερη σε αξία μετά το Κοράνιο  (τo Κοράνιο είναι «ο λόγος του Θεού», ενώ τα Χαντίθ θεωρούνται «ο λόγος του Μωάμεθ»), καθώς και στην «μέχρις κεραίας» άτεγκτη εφαρμογή του Ισλαμικού νόμου.
Ο ισλαμικός χώρος απετέλεσε το προσφορότερο έδαφος για την ανάπτυξη φονταμενταλιστικών τάσεων. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός στρέφεται σφοδρά εναντίον της εκκοσμίκευσης και κατά της εισβολής της δυτικής παράδοσης και ηθικής, καθώς επίσης και εναντίον σε οτιδήποτε άλλο είναι ξένο ή θεωρείται από τους φονταμενταλιστές ξένο προς την ισλαμική πραγματικότητα. Επιπλέον, στοχεύει στην ενδυνάμωση της ισλαμικής θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης. Διακρίνεται για τον στενό του σύνδεσμο προς την ουσία και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Ως μέσο για την υπεράσπιση της ισλαμικής παράδοσης αλλά και για την επέκταση της ισλαμικής κυριαρχίας χρησιμοποιεί και τον «Ιερό Πόλεμο», δηλαδή τον διαβόητο Τζιχάντ.
Ο φονταμενταλισμός των Μουσουλμάνων δυνητικά είναι ιδιαίτερα δυναμικός, βίαιος και διαθέτει πολλά «ανορθολογικά χαρακτηριστικά» (όπως επισημαίνει εύστοχα ο Καθηγητής της κοινωνικής ηθικής και κοινωνιολογίας της θρησκείας στην θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Απόστολος Νικολαΐδης, στο βιβλίο του «Κοινωνιολογία της Θρησκείας», εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2007, σελ 292), ενώ υπολογίζεται ως μια από τις σημαντικότερες πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις στον κόσμο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ισλαμικής φονταμενταλιστικής οργάνωσης αποτελούν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, ενώ ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ισλαμικού φονταμενταλισμού στον 20ο  αιώνα υπήρξε ο Ιρανός  ηγέτης, Μέγας Αγιατολάχ («σημείο του Αλλάχ») Ρουχολάχ Μουσαβί Χομεϊνί. Ο  όρος που συνήθως χρησιμοποιείται από τους Δυτικούς για τους φονταμενταλιστές του Ισλάμ είναι «ισλαμιστές».

RUHOLLAH MUSAVI HOMEINI
Οι ισλαμιστές λοιπόν  ερμηνεύουν λοιπόν κατά γράμμα το Κοράνιο και σκοπεύουν να επιβάλουν το νόμο του, τη «σαρία» («δρόμος προς την πηγή ύδατος»), στις ισλαμικές κοινωνίες. Οι ισλαμιστές απορρίπτουν ως «προδοσία της αληθινής πίστεως» πολλές από τις παραδόσεις και τα έθιμα που εισήλθαν στο Ισλάμ κατά την περίοδο του Μεσαίωνος ενώ επιθυμούν να επιστρέψουν στην αυθεντική μορφή της θρησκείας τους, δηλαδή στην αρχική «αμόλυντη»  μορφή που είχε στο ξεκίνημά της.
Μεταξύ των ισλαμιστών φονταμενταλιστών υπάρχουν ποικίλες διαφορές. Κάποιοι πιστεύουν στην ένωση όλων των μουσουλμανικών λαών σε μία παγκόσμια κοινότητα (ούμμα) και στην αναβίωση του «χαλιφάτου», δηλαδή αναζητούν το σύνολο της ισλαμικής κοινότητας ενωμένο υπό μια κεντρική ηγεσία. Άλλοι, (όπως η παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς), επιδιώκουν την ίδρυση ισλαμικού κράτους στη γη της Παλαιστίνης. Ωστόσο, παρά τις όποιες διαφορετικές απόψεις, τα ισλαμικά φονταμενταλιστικά ρεύματα εμφανίζουν και αρκετές ομοιότητες, όπως για παράδειγμα η συμπαράσταση στους λοιπούς Μουσουλμάνους όταν συμμετέχουν σε εμπόλεμες ρήξεις με τους «απίστους», η παθιασμένη πίστη τους στη διαφορετικότητά τους σε σχέση με τους «απίστους», η εμπαθής αποστροφή τους προς τη σηπτική διαφθορά των «Δυτικού τύπου» κοινωνιών, καθώς και το αβυσσαλέο μίσος προς τα μουσουλμανικά κράτη  που  επιτρέπουν  η  διαφθορά να  εισχωρήσει  στις  κοινωνίες  τους  και συνεργάζονται με την εκφυλισμένη Δύση που υποστηρίζει το σιωνιστικό Ισραήλ.
Στην πραγματικότητα, επί τριάντα περίπου χρόνια οι Δυτικές κοινωνίες φαίνεται  να ζουν κάτω από μια νέα, ιδιότυπη απειλή του Ισλάμ, ενώ αναπτύσσεται μια συνεχής πολιτική ρητορεία που καταδεικνύει  το εγειρόμενο Ισλάμ ως τον υπ' αριθμόν ένα κίνδυνο του φιλελευθερισμού, φόβητρο της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Εκτός από την κοσμικότητα, τα περισσότερα φονταμενταλιστικά κινήματα απορρίπτουν παραλλήλως και τις αρχές της δημοκρατίας, δηλαδή της εξουσίας που πηγάζει από το λαό και ασκείται προς όφελος του. Οι Ισλαμιστές φονταμενταλιστές αντιπροτείνουν την διακυβέρνηση των χωρών από θρησκευτικούς ηγέτες και επιθυμούν σαφώς την δημιουργία νέων κρατών, που θα βασίζονται στους ιερούς νόμους, στη σαρία. Στα κράτη αυτά, σύμφωνα με την φονταμενταλιστική ερμηνεία των νόμων, ο λαός δεν θα έχει καμιά εξουσία.
Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αυτός ο «ισλαμισμός» καλείται να ενσαρκώσει, ως διάδοχος του «κομμουνισμού», το είδος της εξωτερικής απειλής την οποίαν έως τότε αντιπροσώπευε εκείνος. Ιδού ένα τυπικό δείγμα αυτής της ρητορείας από την υπερεκατονταετή Βρετανίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα, την περιβόητη Clare Hollingworth (1911–2017):
Clare Hollingworth
«Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός μετατρέπεται ταχύτατα στην κυριότερη απειλή που αντιμετωπίζει η παγκόσμια ασφάλεια και ειρήνη... απειλή συγκρίσιμη μόνο με τον ναζισμό και τον φασισμό της δεκαετίας του '30 ή τον κομμουνισμό της δεκαετίας του '50». Another despotic creed seeks to infiltrate the West» - 9 Σεπτεμβρίου 1993, New York Times, στήλη Opinions)

Α. Κωνσταντίνου