Η Μυθολογία της «Δημοκρατικής Επανάστασης» του 1922,
τα πριν
και τα μετά.
Μέρος B’
Κατά τον Εμμανουήλ
Ρούκουνα, (ομότιμο καθηγητή Διεθνούς Δικαίου του πανεπιστημίου Αθηνών,
μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και από τις 22 Σεπτεμβρίου
2009 πρόεδρο του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου), οι εκλογές του 1922 υπήρξαν
«δώρο για τους ξένους, εχθρούς και φίλους, παρέχοντας αφορμές ή άλλοθι για την
εγκατάλειψή μας. Η έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας είχε ήδη προ πολλού
αποφασισθεί ερήμην της Ελλάδας.
Οι μόνοι που επέμεναν στη συνέχισή της ήταν
ο Ελευθέριος Βενιζέλος, συνδεδεμένος με την απόβαση και η νέα κυβέρνηση
Γούναρη που δεν μπορούσε να μειοδοτήσει στις βενιζελικές πλειοδοσίες».
Οι ίδιες συνθλιπτικές και ασφυκτικές, έξωθεν επιβληθείσες νομοτέλειες
παρεμπόδισαν αργότερον και την επίλυση του «Κυπριακού Ζητήματος» από την οποιανδήποτε ελληνική κυβέρνηση.
Έτσι η πελώρια ευθύνη
για το 1922 βαρύνει «κατ’ ισομοιρία» τους ηθικούς και τους φυσικούς αυτουργούς.
Ο ακριβής καταλογισμός των πολιτικών ευθυνών είναι, (ως τώρα τουλάχιστον),
αρκετά δυσχερής για λόγους ιδεολικοπολιτικών αγκυλώσεων και ηθικής δειλίας των
επιγόνων της φιλελεύθερης – βενιζελικής φατρίας.
Κατά συνέπειαν, εάν η Μεγάλη
Ιδέα δεν είχε εν τέλει καταστεί με την πάροδο του χρόνου μια «έμμονη ιδέα» του
Ελληνισμού, που έτεινε περιπαθώς ν' απαλλαγεί από τις διεθνείς εξαρτήσεις της, (όπως
μας εδυνάστευσε αργότερον με το Κυπριακό, με αστήρικτες και παράταιρες
τακτικές), οι ελληνικές κυβερνήσεις θα είχαν πράγματι συνειδητοποιήσει εις
βάθος την πραγματική έννοια της εντολής αποβάσεως στην Μικρασία, εντολής
την οποίαν είχαν δώσει στην Ελλάδα οι «Σύμμαχοι» της Αντάντ, αποσύροντας
εγκαίρως τον στρατό κατά το προηγούμενο της εκκενώσεως της Ουγγαρίας από τον
ρουμανικό στρατό (1919) έναντι της διατήρησης των αποκτηθέντων κερδών. Ο ένδοξος Ελληνικός Στρατός, άξιος κληρονόμος
της προγονικής αρετής, ελειτούργησε
πρωτίστως ως «χωροφύλαξ» των ανταντικών συμφερόντων, παρά το ότι θυσιάσθηκε στον Αγώνα για τον Σκλάβο Αδελφό της Ιωνίας .
Με την (ατυχώς συνηθισμένη
στην Ελληνική Ιστορία) γενικευμένη σύγχυση ανάμεσα στην εσωτερική και στην εξωτερική
πολιτική, ούτε η Κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση είδαν την εθνική μας υπόθεση τοποθετημένη
στο πλαίσιο από τις πραγματικές διεθνείς της διαστάσεις, ενώ μετά την ήττα, η
Δυναστεία του τιμημένου Στρατηλάτη αλλά και ο αντιβενιζελικός πολιτικός κόσμος
εγκατέλειψαν την εξουσία …. με ένα τηλεγράφημα της «Επαναστατικής Επιτροπής» των
βενιζελικών αξιωματικών.
Ατυχώς η ιστορική έρευνα μέχρι τώρα δεν επεσήμανε
ορθώς και πλήρως τα πραγματικά αίτια της
καταστροφής, οπότε οι αναλύσεις περιορίστηκαν σε εκατέρωθεν δαιμονολογικούς αφορισμούς
που εξυπηρετούσαν ευτελείς σκοπιμότητες της στιγμής ή ανυπόστατες κοσμοθεωρητικές εμμονές
των αναλυτών (ιδίως των τραγελαφικών σοσιαλκομμουνιστών διεθνιστών).
Κατά τον μπολσεβίκο Σεραφείμ
Μάξιμο, με τη Μικρασιατική Καταστροφή ολοκληρώθηκε η «σύγκρουση δυο αστικών
μερίδων που εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων», κατά την οποία τα κοινωνικώς
καταπιεζόμενα στρώματα σήκωσαν την αντιβενιζελική σημαία σα σημαία τους.
Αυτό
εξηγεί εν μέρει, γιατί ο αντιβενιζελισμός εμφανίσθηκε πάρα πολλές φορές με
αντικαπιταλιστικά συνθήματα, ενώ από πολιτική καταγωγή και κοινωνική προέλευση
των στελεχών του ήταν και παρέμεινε σαφώς παραδοσιοκρατικός και υπερσυντηρητικός.
Δυστυχώς στα 1922 δεν
υπήρχε πλέον ένας συμπαγής Εθνικός Στρατός, μια αρραγής και λειτουργική στρατιωτική
ιεραρχία, μια ουσιώδης πειθαρχία, μια ενιαία πατριωτική Διοίκηση, ένα
στρατιωτικοπολιτικό Επιτελείο, ένας Αρχηγός. Στην πραγματικότητα υπήρχαν δυο
ξεχωριστοί στρατοί, ναι μεν με την ίδια σημαία, αλλά ….. με διαφορετική
ιεραρχία, Διοίκηση και παραταξιακή πειθαρχία. «Ελληνικοί» στρατοί και οι δυο, πειθαρχούσαν απλώς σε δυο
διαφορετικά και εκ διαμέτρου αντίθετα κέντρα, εκτελούσαν με ακρίβεια αντίθετες
διαταγές, και επεδίωκαν με πάθος αντίθετους αντικειμενικούς σκοπούς, είτε περιορισμένους
είτε γενικούς.
Απολύτως αντίθετα, ο νικηφόρος
και εθνόπνευστος στρατός της βαλκανικής εποποιίας του 1912 και του 1913 ήταν ένας
στρατός υπερκομματικός, Στρατός πράγματι Εθνικός. Η ιδέα ότι ο στρατός υπάρχει όχι
για τα κόμματα αλλά για το Έθνος, όχι για μια τάξη αλλά για όλη την κοινωνία,
όχι μόνο για τους πλούσιους μα και για τους φτωχούς, έγινε το πυρηνικό δραστικό
υπερταξικό Εθνικό Δόγμα, το οποίο εδέχετο ο καθένας δίχως δισταγμό και όλοι
μαζί το εσέβοντο απολύτως ως ακλόνητο βάθρο της εθνικής πολιτικής.
Κατά τον Σεραφείμ Μάξιμο αυτό συνέβη όχι βεβαίως επειδή
δεν υπήρχε ταξική διαίρεση (που θα ήταν δυνατόν να εκδηλωθεί και σ' αυτό τον τομέα), αλλά
διότι στο πεδίο της πολιτικής οι κοινωνικές αντιθέσεις υπεχώρησαν εμπρός στον Εθνικό
Σκοπό, τον οποίον η υπό διαμόρφωση νέα «αστική» τάξη κατόρθωσε επιτυχημένα να
εμφανίσει ως σκοπό όλων των στρωμάτων του Έθνους (προς μεγάλη πικρία και οργή των
Μπολσεβίκων).
Ενώ όμως η
Μικρασιατική Εκστρατεία υπερέβαινε τις εθνικές,
πολιτιστικές – ιδεολογικές και οικονομικές Δυνάμεις της ελληνικής ηγέτιδος τάξεως,
ενώ διαιώνισε μια διχαστική εθνική κρίση, (η οποία ούτε στις ημέρες μας συνειδητοποιήθηκε),
η κεμαλική Τουρκία, η νεαρή τουρκική Δημοκρατία ήταν ολότελα διαφορετική από την
παλαιά οθωμανική αυτοκρατορία σε μορφή και περιεχόμενο. Τόσον από πολιτειακή
και κρατική υπόσταση και άποψη, ως κοινωνικό συγκρότημα, αλλά συνάμα και ως συλλογικότητα, ως «λαός». Η τουρκική
Δημοκρατία ανεδύθη όπως ο «ανκά», ο
ισλαμικός μυθικός φοίνικας μέσα από την στάχτη του φεουδαρχικού και θεοκρατικού
σουλτανικού συγκροτήματος, του οποίου η οριστική διάλυση κατέστη πλέον απαραίτητη
προϋπόθεση κάθε περαιτέρω εθνικής δημιουργίας.
Για να θεμελιωθεί, στερεωθεί
και να επιβιώσει αυτή η ιδιότυπη
τουρκική δικτατορική «Δημοκρατία», έπρεπε να πολεμήσει και να εξαλείψει απηνώς
όλα τα υπολείμματα αυτού του γηρασμένου και νικημένου σουλτανικού
συγκροτήματος.
Οι νέες τάξεις της
Τουρκίας ήσαν αληθινά επαναστατικές : Δεν εδίστασαν να καθαιρέσουν εμπράκτως τον
Σουλτάνο, να εκμηδενίσουν το υπολειπόμενο γόητρό του, να εκριζώσουν κάθε
εναπομείνασα επιρροή του, να εξαφανίσουν
(άμεσα ή έμμεσα) από την πολιτική σκηνή τους οπαδούς του και να διαγράψουν
αμετάκλητα όλα τα πολιτικά πρόσωπα της παλιάς τουρκικής αριστοκρατίας.
Κατόρθωσαν
επίσης να καταπολεμήσουν θανάσιμα τον μουσουλμανικό κλήρο, διαχωρίζοντας καθολικά
την Εκκλησία από το Κράτος. Προς όφελος μια εγκόσμιας, απτής και υλικής
κυριαρχίας έφθασαν να απαρνηθούν ακόμη και την υπερκόσμια και θεϊκή καταγωγή των Οσμανιδών.
Το αδίστακτο κεμαλικό
κίνημα υπήρξε όντως το βαθύτερο από όλα τα εθνικά κινήματα της Βαλκανικής, με
ισχυρές τεκτονικές συνάψεις μέσω των νεοτουρκικών του ριζών. Ο κεμαλισμός
ήταν ένας έως κτηνωδίας, τολμηρός και βίαιος εκσυγχρονισμός, η συνεπέστερη
δυνατή εξωτερίκευση μιας επιτήδεια αστικοποιημένης στρατιωτικής ομάδας.
Ούτε ο μεγαλομανώς
«εθναρχεύων» Ελευθέριος Βενιζέλος, ούτε ο απλοϊκός Στρατηλάτης βασιλεύς
Κωνσταντίνος, αλλά (και πολύ ολιγότερον) ούτε ο σοσιαλίζων πατριώτης Δημήτριος Γούναρης,
προσέδωσαν τέτοιο ισχυρό, ριζοσπαστικό και πράγματι εθνεγερτικό περιεχόμενο στην
κοινωνική φυσιογνωμία της από πολλού μαχομένης Ελλάδος.
Κατ' αρχήν, η λαϊκή
τους κάλυψη ήταν ανεπαρκής, διότι το εκλογικό σώμα ήταν σαφώς διχασμενο.
Επί πλέον ο Βενιζέλος είχε παραβιάσει και το πνεύμα και τα όρια της δοθείσης συμμαχικής
εντολής. Συνεπώς, έλειπε εξ αρχής η ενιαία κατανόηση και αντιμετώπιση των
ιστορικών γεγονότων από έλλειψη συμπαγούς και πραγματικής ερμηνείας, με τελικό
αποτέλεσμα να εκλείψει ολότελα η εθνική ομοψυχία, δηλαδή εκδηλώθηκε μία κατάσταση
η οποία παρέτεινε και πολλαπλασίασε εκθετικά τον εθνικό διχασμό.
Και ενώ η Τουρκία
απαλλασσόταν δραστήρια από τα αναιμικά κατάλοιπα του Οθωμανισμού και της
θεοκρατίας της, ώστε να γίνει ένα ανεξίθρησκο και εθνικό κράτος, η Ελλάς απεδύθη
ταυτοχρόνως σε ένα διφασικό τόλμημα, σε μια προσπάθεια συζεύξεως δυο
αντιθετικών πολιτικών: Της δυναστικής – βασιλόφρονος αντισλαβικής πολιτικής για
την εδαφική επέκταση προς Βορράν και της «βενιζελικής», που προωθούσε την ιδέα
της επεκτάσεως προς τις αρχεγόνως ελληνικές ακτές της Ιωνίας.
Η κρίσιμη διαφορά
μεταξύ των δύο χωρών έγκειται στο ότι η συστηματική εκκαθάριση του πολιτικοκοινωνικού
παρελθόντος στην Τουρκία συνέπεσε με την επικράτηση του Κεμάλ (και την απηνή εξόντωση
των φορέων της παλαιάς ιδεολογίας), ενώ στην Πατρίδα μας οι Βενιζελικοί, υπεύθυνοι για την απόβαση στην
Ιωνία - Μικρά Ασία επεκράτησαν έναντι εκείνων οι οποίοι μέχρι τότε είχαν
υποστηρίξει την αντίθετη πολιτική.
'Ετσι ο
αντιβενιζελισμός έφθασε το 1922 να εφαρμόσει μια πολιτική στην οποία δεν επίστευε,
οι δε μεγαλοϊδεάτες βενιζελικοί , μετά το 1922 εξαναγκάσθηκαν και αυτοί να
αποδεχθούν την …. «μικράν, αλλ' έντιμον Ελλάδα», η οποία απέρρευσε από την
Συνθήκη της Λωζάνης (1923).
Α.Κ.