ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ



Η Μυθολογία της «Δημοκρατικής Επανάστασης» του 1922, τα πριν και τα μετά.
Μέρος Α’
      Για την πλήρη κατανόηση των πνευματικών και ιδεολογικών ρευμάτων του Μεσοπολέμου στην Πατρίδα μας, είναι απαραίτητη η προσεκτική αναφορά στην προηγηθείσα Μικρασιατική Εκστρατεία και στις ορθές ή εσφαλμένες, αντικειμενικές ή προκατειλημμένες  ερμηνείες που κατά καιρούς εδόθησαν για αυτήν. 
      Εδώ υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι απουσιάζει ολοσχερώς από την επίσημη (κατά το πλείστον «δημοκρατική» και φιλοβενιζελική) ιστοριογραφία της περιόδου η αποτίμηση του βλαπτικού – ανθελληνικού ρόλου των συμμαχικών μυστικών υπηρεσιών, αλλά και διαφόρων ανεξάρτητων πρακτόρων όπως ο «έλληνας» έμπορος όπλων … σερ Μπάζιλ Ζαχάρωφ, που είχε άμεση επικοινωνία με τα μέλη της Αγγλικής κυβέρνησης. 
      Περιφρονείται λοιπόν η ανθελληνική δράση των εν λόγω συμμαχικών υπηρεσιών, ουδόλως αμελητέα αλλά τουναντίον καθοριστική για πάμπολλες σημαντικές εξελίξεις στην εν λόγω ιστορική περίοδο. 
      Επίσης επισημαίνεται ότι η συνολική περίοδος των ετών 1912-1922 αποτελεί πιθανότατα την κρισιμοτέρα δεκαετία της συγχρόνου Ελληνικής Ιστορίας και είναι εκείνη η οποία  διεμόρφωσε εν πολλοίς τις τύχες του Ελληνισμού κατά τον 20ον  αιώνα.

      Το θέμα της επεκτάσεως των ορίων της Ελλάδος στην Μικρασία ετέθη προς το τέλος του 1914 και τις αρχές του 1915, όταν οι Βρετανοί (μέσω των Φιλελευθέρων αδελφών Μπάξτον, βαρόνου Νόελ - Έντουαρντ και Τσαρλς Ρόντεν) υπέδειξαν την Σμύρνη και την ενδοχώρα της ως εδαφικό αντάλλαγμα για την έξοδο της Ελλάδος στον Α' Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ», ώστε παραλλήλως να εξασφαλίσουν υπέρ τους, και την ουδετερότητα της μη περαιτέρω θιγομένης Βουλγαρίας. 
      Επομένως, η ιδέα της «Μικρασιατικής επεκτάσεως» δεν ήταν αυτοφυής της ελληνικής πολιτικής. Είναι όμως αληθές ότι την επιστώθη ο «πάντα ενήμερος»  αγγλόφιλος Βενιζέλος, ανέλαβε αμέσως την «ιδιοκτησία» του μικρασιανού προγράμματος, το υιοθέτησε πλήρως και το προώθησε ενεργώς έως το τέλος της διακυβερνήσεώς του το 1920. 
      Η Βρετανία επώασε την εν λόγω ιδέα, διότι η Ελλάς, χώρα επιδιώκουσα να αναχθεί σε περιφερειακή δύναμη,  εφάνταζε ως  ιδεώδης επιλογή : Εφαίνετο ως ο ιδανικός μακρός βραχίων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (το απόγειόν της) προς την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή, περιοχή που απέκτησε τότε μείζονα σημασία εξ αιτίας του πετρελαίου της. 
      Βεβαίως δεν διετέθη όλη η βρετανική ισχύς για να επιχειρηθεί το ελληνικό εγχείρημα, καθώς  πέραν του πρωθυπουργού Λόϋντ Τζωρτζ, ο οποίος ήταν πράγματι υποστηρικτικός και φιλέλλην, στον σκληρό πυρήνα της βρετανικής ελίτ και των Διεθνών Επικυριάρχων της, υπήρχαν ανθελληνικές συνιστώσες, ισχυρές αντιστάσεις και ποικίλες διαιρέσεις. Η βοήθεια των Βρετανών ήταν πολιτική και διπλωματική, αλλά οικονομικώς περιορισμένη, οι δε πολεμικές πιστώσεις της εποχής ήσαν περιορισμένες.
      Είναι επιεικώς φρικώδες ότι η ελληνική ηγεσία  (πλην ελαχίστων  που διαισθάνονταν το μέγεθος του κινδύνου που ενυπήρχε σε εκείνο το οραματικό επίφοβο σχέδιο) υπήρξε εξ αρχής πλήρως εγκλωβισμένη στην συντριπτική δυναμική των κλιμακουμένων γεγονότων. Το ίδιο το κρατούν πολιτικό προσωπικό επετάχυνε φρενήρως προς τον επερχόμενο από την αντίθετη κατεύθυνση όλεθρο και προσέκρουσε μετωπικώς επ’ αυτού,  διακατεχόμενο από ένα παράλογο και παραλυτικό φαταλισμό. 
      Η πρωτοβουλία της Μικρασιατικής Εκστρατείας ανήκε βεβαίως στον Κρήτα πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος όμως εκτιμώντας ότι οι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων μετά την απόβαση του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού στη Μικρασία είχαν μεταβληθεί άρδην εις βάρος μας και εδυσχέραιναν πλέον την ολοκλήρωση της υπερφιλόδοξης «ανατολικής πολιτικής» του. 
       Έτσι απεφάσισε τις περιβόητες εκλογές «εγκαταλείψεως βυθιζομένου σκάφους» του 1920, ώστε να διευκολύνει την αυτοσωτήρια απαγκίστpωσή του από το φρικώδες αδιέξοδο που δημιουργήθηκε γρήγορα. Ο Λαός μας είχε σαφώς καταπονηθεί από τον ουσιαστικά αδιάκοπο δεκαετή πόλεμο και τον βαθύ αδελφοκτόνο Εθνικό Διχασμό, η βενιζελική κυβέρνηση κατηγορείτο για πολυποίκιλες ατασθαλίες, ενώ το α­ντιβενιζελικό στρατόπεδο, που εστηρίζετο στο γόητρο του έκπτωτου βασιλιά - Στρατηλάτη, νικητή των Βαλκανικών πολέμων, είχε υποσχεθεί ειρήνη. 
      Είναι μια πράγματι «θολή» περίοδος, όπου η σαγηνευτική ψευδαίσθηση μιας πιθανής «αυτοκρατορικής νίκης» συνυπήρχε με την καταθλιπτική  πραγματικότητα. Αυτό το κατενόησε και ο ίδιος ο Βενιζέλος έναν μήνα προ των εκλογών, οπότε απέστειλε επιστολή στον Λόϋντ Τζορτζ και του έγραψε ότι:  «αν δεν υπάρξει ενίσχυση αλλά και συστράτευση Βρετανών και Ελλήνων, την Μικρά Ασία δεν θα μπορούσαμε να την φέρουμε σε πέρας μόνοι μας».
      Έτσι φθάσαμε στις εκλογές της «βενιζελείου φυγής»  των οποίων το αποτέλεσμά χαρακτηρίσθηκε από τον Βρετανό Λόϋδ Τζωρτζ ως «η μεγαλυτέρα καταστροφή του Ελληνισμού μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως».
Οι εσωτερικές συνθήκες προ της Μικρασιατικής Καταστροφής, πάντα σε δυναμικό συσχετισμό με τη μεταβολή του διεθνούς πλαισίου, κατέστησαν την ήττα μας όχι απλώς πιθανότατη αλλά απολύτως αναπόδραστη. Το μέγεθός της εξοντωτικής ήττας ήταν τέτοιο, ώστε έκτοτε η ελληνική πο­λιτική σκέψη πράγματι αδυνατεί  να το εκτιμήσει σωστά, αν δεν λάβει ακριβώς υπ’ όψη τις διεθνείς αυτές συνθήκες. 
      Η τραγική αλήθεια είναι ότι για τη Μικρασιατική Καταστροφή, που οφείλεται σε ιστορικά  αντικειμενικά αίτια, ή δεν έφταιγε κανείς των εξ ημών εμπλεκομένων ή θα πρέπει να έφταιγαν όλοι. Ο Βενιζέλος έφταιγε διότι τις διεθνείς αυτές συνθήκες καθώς ήταν εξάρτημα του Συμμαχικού Αγγλογαλλικού μηχανισμού τις ήξερε αλλά δεν τις έλαβε διόλου υπόψη του, ενώ οι βασιλόφρονες διάδοχοί του έφταιγαν διότι ναι  μεν δεν τις ήξεραν, αλλά συνέχισαν αφρόνως  ή και παραφρόνως την επεκτατική – εθνοαπελευθερωτική πολιτική του.
      Ακολούθως  παρατίθενται  μερικές από αυτές τις διεθνοπολιτικές μεταβολές και κρατούσες νέες συνθήκες, που δεν υπήρχαν στα 1919. Αυτό ελαφρύνει μεν την θέση του Δημητρίου Γού­ναρη, ο οποίος τις αντιμετώπισε ύστερα με ανδρεία και εθνική υπευθυνότητα, δίχως να διστάσει ή να δειλιάσει με την δοκιμασία αν και προμηνύονταν. Το πολυσυστατικό δρώμενο  επιβαρύνει ταυ­τόχρονα την θέση του Βενιζέλου, που απεφάσισε μια  εκστρατεία τιτάνιας κλίμακας την οποία κατόπιν δεν μπόρεσε εκ των πραγμάτων να σταμα­τήσει.  
Πρώτον, υφίσταται ευρεία αλλαγή των βαθυτέρων συνθηκών στο εσωτε­ρικό των δύο αντιμαχομένων χωρών. Ήταν ξεκάθαρα φανερό ότι η Ελλάς είχε μεν  μεγαλώσει, αλλά αυτό δεν την βοηθούσε εν προκειμένω. Αντιθέτως, της δημιουργούσε πρόσθετα, πολυεπίπεδα και πολυσύνθετα, οργανωτικά και ιδεολογικά προβλήματα, τα οποία  η κυβέρνηση Γούναρη δεν ήταν δυνατόν ούτε vα τα αναλύσει, ούτε και vα τα αφομοιώσει, ώστε να αποπειραθεί την λύση τους. Η Τουρκία, όμως, είχε απαλλαγεί από το βάρος  της φθοροποιού εσωτερικής αντιπολίτευσης και των μειονοτήτων της και αγωνιζόταν κατά της Ελλάδος με όλη την αποτε­λεσματικότητα ενός ορμητικού και νεόφυτου - ανανεωμένου ομοιογενούς τουρκικού εθνικισμού.
Δεύτερον, η μεγάλη «Ρωσική» δηλαδή η μπολσεβίκικη  Επανάσταση, μετά το 1919 έπαψε vα αντιμετωπίζει εσω­τερικό κίνδυνο από τους Λευκούς - Τσαρικούς αντεπαναστάτες στρατηγούς. Αυτό το ήξερε και το κατενόησε άριστα ο Κονδύλης, ως επικεφαλής της Ελληνικής Μεραρχίας στην Ουκρανία, ώστε να μην ε­πιτρέπεται σε καμιά ελληνική κυβέρνηση vα αγνοεί αυτήν την δυσμενέστατη για την Ελλάδα εξέλιξη. Τώρα η Κόκκινη Ρωσία μπορούσε πλέον να προ­χωρήσει στην διακηρυγμένη «διεθνή προλεταριακή επανάστασή» της με πρώτους σταθμούς την Γερ­μανία (Πραξικόπημα των Σπαρτακιστώv το 1919 και «Σοβιετική Δη­μοκρατία της Βαυαρίας» το 1920) και την Ουγγαρία (κυβέρνηση του Ουγγροεβραίου δικτάτορα Μπέλα Κουν το 1920).
      Ήταν καταφανές από το 1917 ότι η Κόκκινη Επανάσταση των μπολσεβίκων και μόνον έσωσε την Τουρκία από την ολοκληρωτική στρατιωτική καταστροφή στη Μικρά Ασία. 
      Ελάχιστο τεκμήριο της ελληνικής διπλωματικής ανεπάρκειας, (και μάλιστα την στιγμή κατά την οποία σχεδίαζε υπερπόντιες ασιατικές εκστρατείες), είναι ότι ήδη από το 1918 ο διαβόητος Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν διαπιστώνει την τεραστία σημασία του τουρκικού παράγοντα στον Καύκασο, τονίζοντας (τηλεγράφημα στον Τσι­τσέριv) ότι «το σύνολο της μπουρζουαζίας του Μπακού ήταν Τούρ­κοι». 
      Από εκείνη την σαφώς αποφασιστική στιγμή η Ελλάς έπρεπε να  γνωρίζει και να κατανοεί ότι η κόκκινη Μόσχα δεν μπορούσε να ελέγξει την περιοχή αυτήν, η οποία αργότερα κατέστη  το ορμητήριο της παvισλαμικής της πολιτικής, παρά μόνον ερχομένη σε συμβιβασμό με τους κεμαλιστές Τούρκους. 
      Συνεπώς η προοπτική ενός τέτοιου συμβιβασμού καθόλου δεv έπρεπε να  ενθαρρύνει την ιστορικώς ορθή και δικαία αλλά γεωστρατηγικώς ολότελα παράτολμη απόβαση στη Μικρά Ασία, αφού ήσαν ήδη γνωστές οι καταστρεπτικές συνέπειες τις οποίες ευλόγως θα επέφερε  η επεκτατική πολιτική του Βενιζέλου, ερχομένη σε ρήξη όχι μόνο με την Τουρκία, αλλά και με την νεογέννητη ΕΣΣΔ και τις Διεθνείς Αγορές, δηλαδή  με φορείς όργανα των Διεθνών Επικυριάρχων, λυσσαλέων φανατικών ανθελλήνων.
      Εξ άλλου, το λίαν πρώιμο ενδιαφέρον του Στάλιν για το τουρκομογγολικό Μπακού δείχνει σαφέστατα ότι η ΕΣΣΔ δεν απέβλεπε στην Τουρκία χάριν μόνον της Τουρκίας, αλλά προφανώς και για την μέσω αυτής στήριξη της «Παγκόσμιας Αvτιαποικιακής Εξόρμησης» που οργάνωσε στο Μπακού με πολυδιαφημισμένο διεθνές συνέδριο των αφροασιανών τριτοκοσμικών.
      Η επεκτατική εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου προϋπέθετε μια μεγάλη αυτοκρατορική βυζαντινή διπλωματική παράδοση, για την οποίαν η γενναία αλλά μικρά Ελλάς δεν διέθετε τα απαραίτητα απάρτια, τα υλικά μέσα και τους καταλλήλως εκπαιδευμένους διπλωμάτες, με την απαιτουμένη ευρυμάθεια, βαθύνοια και ευρύνοια. 
      Αντιθέτως, ο Κεμάλ πασάς εφήρμοσε μια συντονισμένη πολιτική εθνικής συσπείρωσης, χρησιμοποιώ­ντας την ισχυροτάτη και δοκιμασμένη διπλωματική παράδοση των οθωμανικών αυτοκρατορικών υπηρεσιών. Οργανωτικώς ο ατόπως τολμητίας Βενιζέλος εσκόπευσε υπερβολικά υψηλά με ανεπαρκή μέσα, ενώ ο πανούργος Κεμάλ διέθεσε πολυάριθμα μεγάλα μέσα για να υλοποιήσει περιορισμένους σκο­πούς.
Τρίτον : Εν όψει της εμφανούς και καλπαζούσης διεθνοποιήσεως του σοβιετικού κινδύνου οι «ανταντικοί» Αγγλογάλλοι Σύμμαχοί μας είχαν στρέψει παντελώς την προσοχή τους στην επείγουσα αvαχαίτισή του. Η Ελλάς αποτελούσε  άμεσο εμπόδιο στην επιβεβλημένη δημιουργία της απαιτουμένης «ζώνης υγειονομικής ασφαλείας» γύρω από την κομμουνιστική Ρωσία με επίκεντρό της την κεμαλική νέα Τουρκία, η οποία έπρεπε να ενισχυθεί πάραυτα ώστε να αποφευχθεί ο κίvδυvος της κομμουνιστικοποίησης, έπειτα από την ήδη εκδηλωθείσα ανοικτή συνεργασία του ντονμέ Μουσταφά Κεμάλ με τον Λεβ  Μπρονστάϊν Τρότσκι.
Τέταρτον, στην αγγλική προσπάθεια v' ανεξαρτητοποιήσει (με τη βοήθεια οθωμαvώv στρατηγών) το σοβιετικό Τουρκεστάν, ο Λένιν είχε απαντήσει με την δημιουργία ενός πανασιατικού αντιαποι­κιακού τουρκικού κινήματος, που είχε την έδρα του στο Μπακού, δηλαδή στα σύνορα της Κεμαλικής Τουρκίας. Τελικά, για την ενίσχυση του Κεμάλ, οι Σοβιετικοί αμείφθηκαν με την ενσωμάτωση μεγάλου μέρους του (προβλεπόμενου από τη Συνθήκη των Σεβρώv) αρμενικού κράτους, το οποίο με την ανοχή της Δύσης έγινε τον Οκτώβριο του 1920 βορά των Τατάρωv του σοβιετικού Ατζερμπαϊτζάv, με τη στενή επιχειρησιακή συνεργασία του κεμαλικού στρατού, ώστε να μην επεκταθεί η Ρωσία σε βάρος της κυρίως, της καθαυτήν  Τουρκίας.
Πέμπτον, ο ελληνικός παράγων, μικρότατος πλέον, αναιμικός και ανήμπορος εμπρός στις κοσμογονικές αυτές εξελίξεις, δεν μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τις πανίσχυρες διεθνείς εταιρίες των πετρελαίων, οι οποίες  μετέ­φεραν το κέντρο του ενδιαφέροντός τους στην γραμμή Καύκασου  - ­Μοσούλης. Η γραμμή αυτή περνούσε μέσα από την κεμαλική νέα Τουρκία, δημιουργώντας ιδιότυπα διεθνή γεωοικονομικά και γεωπολιτικά προβλήματα, τα οποία η Ελλάδα αγνοούσε, (όπως εξακολούθησε να τα αγνοεί και μετά την ανακάλυψη των πετρελαίων του Αιγαίου και δυστυχώς συνεχίζει να τα αγνοεί έως και σήμερα).
Έκτον, ο ραγδαίως χειραφετούμενος πακιστανικός παράγων συνεισέφερε το πελώριο βάρος ενός πληθυσμού 100.000.000 Μουσουλμάνων υπέρ της ευνοϊκής ε­πανεκτιμήσεως της κεμαλικής Επανάστασης εκ μέρους των Δυτικών «Συμμάχων» μας.
Έβδομον, το 1919 στην Αγγλία η «κατά τι φιλελληνική» κυβέρνηση του Λόϋδ Τζωρτζ παρεχώρησε την θέση της σε έναν πολυκομματικό συνασπισμό, ο οποίος έπρεπε  να ασχοληθεί με την εξόχως προβληματική ανακήρυξη του ιρλανδικού κράτους και επ’ ουδενί συνεδέετο πλέον με την ελληνική υπόθεση, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία έβλεπαν πλέον την Πατρίδα μας ως έναν ικανόν ανταγωνιστή τους στη Μικρά Ασία. 
Κατά την απο­χώρησή τους από αυτήν εξόπλισαν τον κεμαλικό στρατό, όπως ακριβώς και η Σοβιετική Ένωση, των φύσει και θέσει ανθελλήνων μπολσεβίκων. Εξ άλλου, δεν εκτιμήθηκε σωστά η εμφανώς δεδηλωμενη αμερι­κανική επιφύλαξη όσον αφορά στον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Α. Κ.