ΗΡΩΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ



Γράφει ο Κωνσταντίνος Καλλέργης
Τα ομηρικά έπη και μερικοί θρύλοι και μύθοι αφηγημένοι από μεταθανάτια αναγνωρισμένους συγγραφείς είναι η μοναδική ουσιαστική πηγή στην οποία  μπορούμε να βασιστούμε προκειμένου να αξιολογήσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά και γεγονότα του Ελληνικού Πολιτισμού. Η έλλειψη ιδιαιτέρως  οργανωμένων πληροφοριών και η ύπαρξη μάλλον αποσπασματικών και μόνο μερικώς τεκμηριωμένων δεδομένων από αρχαιολογικά ευρήματα, ακόμα και τώρα προβληματίζουν επιστήμονες, ακαδημαϊκούς και ερασιτέχνες. Παρ’ όλα αυτά, η προσεκτική ανάγνωση των  πηγών αυτών, έχει αποκαλύψει κάποια από τα εμφανή χαρακτηριστικά και τις αρχές του αρχαϊκού ελληνικού πολιτισμού, που μπορεί να μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε την  βασική δομή των αξιών και αρχών  της τότε ηθικά σωστής και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς.

Κατά συνέπεια, η φιλοξενία μπορεί να θεωρηθεί πρωταρχικό καθήκον και αξία που διέπει τις αρχαίες φυλές που κατοίκησαν την αρχαϊκή ηπειρωτική Ελλάδα καθώς και τα νησιά και τις Ιώνιες αποικίες. Φιλοξενία χαρακτηριζόμενη από προστασία των φιλοξενουμένων και από δώρα, ήσαν πάγιες κοινωνικές τελετουργίες, βαθιά ριζωμένες και συνεπέστατα τιμώμενες για γενεές. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση αναφέρεται στην Ιλιάδα, στον διάλογο μεταξύ του Γλαύκου και του αρειμάνιου Διομήδη (που θυμωμένος  ακόντισε ….ακόμα και την θεά Αφροδίτη):
«Ο Ιππόλοχος εγέννησεν εμέ, κι αυτός στην Τροίαν μ’ έστειλε και πολύ θερμά μου έχει παραγγείλει πάντοτε μέγας να φανώ και των ανδρείων πρώτος, και ως πρέπει των πατέρων μας το γένος να τιμήσω, που έλαμψαν και στην Έφυραν και στην πλατιάν Λυκίαν. Την γενεάν, το αίμ’ αυτό, καυχώμαι εγώ πως έχω.
Στα λόγια τούτα εχάρηκεν ο ανδρείος Διομήδης, κι εστύλωσε την λόγχην του στην γην την πολυθρέπτραν, και εις τον ποιμένα των λαών γλυκομιλούσε κι είπε:
“Μάθε ότι ξένος παλαιός μου είσαι, πατρικός μου. Ότι άλλοτε τον άψεγον  λαμπρόν Βελλερεφόντην ο Οινεύς εφιλοξένησεν είκοσ’ ημέρες όλες. Και λαμπρά δώρα εχάρισεν ο ένας προς τον άλλον. Ο Οινεύς ζωστήρα πορφυρόν και ο πάππος σου ποτήρι δίκουπο του’ δωκε χρυσό που, εκείθεν όταν ήλθα, στα δώματά μου εσώζονταν. Αλλ’ όμως τον Τυδέα δεν τον θυμούμαι, ότι μικρόν στο σπίτι μ’ έχει αφήσει, όταν στες Θήβες ο λαός εχάθη των Αργείων.
Όθεν στο Άργος μέσα εγώ φίλος σου είμαι ξένος.
Και συ σ’ εμένα, στον λαόν αν έλθω των Λυκίων.
Και ας μην σμιχθούν οι λόγχες μας οyδ’ όπου η μάχη βράζει. Πολλοί’ ναι Τρώες κι ένδοξοι βοηθοί, δια να φονεύω όποιον θεός μου φέρει εμπρός κι οι πόδες μου προφθάσουν. Και Αχαιοί πάλι, αν δυνηθής, δεν λείπουν να φονεύσης. Και τ’ άρματα ας αλλάξωμεν, όπως και τούτοι μάθουν που’ μαστε ξένοι πατρικοί κι είναι τιμή δική μας”.
Είπαν. Και από τ’ αμάξι των επήδησαν και οι δύο, τα χέρια πιάσαν κι έδωκαν βεβαίωσιν φιλίας.
 Του Γλαύκου τότε αφαίρεσε τες φρένες ο Κρονίδης. Έλαβε χάλκιν’ άρματα που εννέα βόδια αξίζαν κι έδωκεν άρματα χρυσά που αξίζαν ενενήντα.»
Χαρακτηριστικά της αρετής και της αξίας, ευδιάκριτα τονιζόμενα και βραβευμένα είναι στα ομηρικά έπη, η σωματική ρώμη, η ανδρεία, η δύναμη και η εξυπνάδα στο πεδίο της μάχης. Η προσπάθεια και η δέσμευση που στοχεύουν στην κατάκτηση της αιώνιας δόξας, διαποτίζουν και  διέπουν έναν ομηρικό ήρωα : Τελειότητα και Αρετή. Αυτό το «δίπολο της αριστείας» περιγράφεται εξόχως στον ακόλουθο σύντομο διάλογο μεταξύ Σαρπηδόνα και Γλαύκου κατά την πολιορκία της Τροίας:
«Τον Σαρπηδόνα ομοίως κινούσε η θεία του ψυχή να πεταχθεί στο τείχος και μες στους προμαχώνες του δρόμον πλατύν να σχίσει. Και στου Ιππολόχου τον υιόν, τον Γλαύκον ευθύς είπε:
”Γλαύκε, διατί τιμώμασθε έξοχα εμείς οι δύο με θέσιν και με κρέατα και γεμιστά ποτήρια εις την Λυκίαν, και ως θεούς μας βλέπει ο κόσμος όλος;
Και κτήμα μέγα ελάβαμε του Ξάνθου αυτού στες άκρες δενδρόφυτον και κάρπιμον χωράφι σιτοφόρο; Όθεν χρεωστούμε ανάμεσα εις τους Λυκίους πρώτοι και τώρα ν’ απαντήσωμε τον φλογερόν αγώνα. Ώστε να ειπεί τούτο κανείς των θωρηκτών Λυκίων:
Όχι, καθόλου αδόξαστοι δεν είναι οι βασιλείς μας,
που την Λυκίαν κυβερνούν. Κι εάν ερίφια τρώγουν
και πίνουν διαλεκτό κρασί, τους βλέπουμε να λάμπουν εις την ανδρείαν, πρόμαχοι στα πλήθη των Λυκίων. Αν, ακριβέ μου, φεύγοντας απ’ τον αγώνα τούτον αθάνατοι θα εμέναμε και αγέραστοι κατόπιν,
τότε ουδ’ εγώ θα έβγαινα να προμαχώ και σένα
δεν θα’ στελνα στον πόλεμον, όπου δοξάζονται άνδρες.
Αλλ’ αφού είναι οι θάνατοι πολλοί και να τους φύγει
κανείς δεν δύναται θνητός, ας πάμε και στην μάχην
άλλοι μ’ εμάς θα καυχηθούν ή εμείς θα καυχηθούμε.”.
Το εδέχθη ο Γλαύκος πρόθυμα, και αντάμα των Λυκίων
τον μέγαν κίνησαν λαόν.»

Αυτή η μάλλον σύνθετη έννοια της Αρετής δεν είναι αυταπόδεικτη, όπως δεν είναι και ευκόλως κατανοητή μεμονωμένα, αλλά σε αντίθεση, είναι μυστηριωδώς τονισμένη από την  φρικτή εκκρεμότητα της ντροπής που προκαλεί το αντίθετο, το «αντι»-στοιχο αίσθημα μέσα από  την οιαδήποτε πιθανή επίδειξη δειλίας και ανικανότητας, όπως σαφώς δηλώνει ο Έκτορας πριν την μονομαχία του με τον Αχιλλέα:
«Κι έλεγε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:
Ω συμφορά μου! Αν έμπω εγώ στες πύλες και στα τείχη
ο Πολυδάμας όνειδος σ’ εμέ θα ρίξει πρώτος,
οπού τους Τρώας μού ‘λεγε στην πόλη να οδηγήσω
την νύκτα εκείνην την φρικτή, που φάνηκε ο Πηλείδης.
Να’ χα δεχθεί την γνώμην του. Και   τώρα όπου  οι δικές μου
αλαζονείες τον λαόν αφάνισαν, φοβούμαι
και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,
μη κι ευρεθεί κάποιος να ειπεί πολύ κατώτερός μου:

Έχασ’ ο Έκτωρ τον λαόν με την αποκοτιά του !”
Αχ! Παρά εκείνα να μου ειπούν μου εσύμφερε ή ν’ ανέβω
στα τείχη αφού μαχόμενος φονεύσω τον Πηλείδη
ή για την πόλη ένδοξα να πέσω σκοτωμένος.»

Το να ημπορεί κάποιος να πάρει εκδίκηση για ένα προσωπικό ή κοινωνικό αδίκημα είναι επίσης άλλη μία αρετή που απαιτείται, αναμφισβήτητα ως μέρος της συναίσθησης της τιμής και της ανδρείας που ένας ομηρικός ήρωας πρέπει να κατέχει από φυσικού του, όπως η θεά Αθηνά υπενθυμίζει στον Τηλέμαχο:

«Ρώτα, στην Πύλο ως πας, το Νέστορα τον αντρειωμένο πρώτα
και τον ξανθό Μενέλαο φτάνοντας στη Σπάρτη, τι ήρθε απ᾿ όλους
τους Αχαιούς τους χαλκοθώρακους στερνός ετούτος πίσω.
Αν τώρα μάθεις για τον κύρη σου πως ζει και πως θα γείρει,
υπομονέψου, κι ας παιδεύεσαι, κανένα χρόνο ακόμα.
Αν όμως μάθεις πως απόθανε και πια το φως δε βλέπει,
τότε στο χώμα γέρνοντας της γης της πατρικής σου 
μνημούρι να του ασκώσεις και πολλές θυσίες, καθώς ταιριάζει, 
να του προσφέρεις, και τη μάνα σου να δώσεις σε άλλον άντρα. 
Και πια σαν κάνεις τούτα που όρισα, και τα τελέψεις όλα, 
στο νου και στην καρδιά σου βάλε το και καλολόγιασέ το
πως θα σκοτώσεις στο παλάτι σου τους αντρειανούς μνηστήρες, 
για φανερά, για ξεπλανώντας τους με δόλο, τι δεν ταιριάζει 
να μωρουδίζεις, τι τα χρόνια σου δεν είναι δα και λίγα! 
Μη δεν ακούς τη δόξα που 'λαβεν ο αρχοντικός Ορέστης; 
Το δολερό φονιά του κύρη του, τον Αίγιστο, γδικιώθη,
που 'χε σκοτώσει τον πατέρα του, κι ακούστηκε στον κόσμο. 
Και συ, καλέ, — θωρώ τη χάρη σου, θωρώ την ελικιά σου — 
κάμε καρδιά, που κι οι μελλούμενες γενιές να σε δοξάζουν. 
Μα είναι καιρός εγώ στο γρήγορο καράβι να κατέβω 
και στους συντρόφους, που ανυπόμονοι προσμένουν να γυρίσω».

Η έλλειψη αγανάκτησης για κάθε προσβολή καταγγέλλεται απαξιωτικά, όπως, με θλίψη μεγάλη είπε η  Ωραία Ελένη, για την έλλειψη πυγμής του Πάριδος:

«Πλην, βλέποντας πως οι θεοί τιμωρούν αυτά τα δεινά, επειδή θα μπορούσα να ήμουν σύζυγος σε έναν πολύ καλύτερο άνδρα, που θα ένιωθε την αγανάκτηση και τις ύβρεις τους. Αλλά αυτού του άνδρα η κατανόηση δεν είναι σταθερή ως προς το τι πρέπει να κάνει, ούτε θα είναι και ποτέ  !
Για αυτά που προείπα, φρονώ ότι ακόμα κι αυτός θα δρέψει τους καρπούς των πράξεών του».

Ωστόσον οι πολεμικές αρετές και δεξιότητες, η άγρια εκδίκηση και το πολεμικό θάρρος, φαίνονται ομολογουμένως απαραίτητα, αλλά όχι και επαρκή, για την επίτευξη της «ατέρμονος δόξης». Ο ομηρικός ήρωας πρέπει επίσης να είναι κυρίαρχος του διαλόγου, να κερδίζει την συναίνεση με τα εύστοχα και ξεκάθαρα λόγια του και να υποβάλλει τις μάζες με τον χαρισματικό του λόγο, αρετές που εγκωμιάζονται δεόντως τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια:

«Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Θόας, γιος του Ανδραίμονα, μακράν ο καλύτερος των Αιτωλών, εξαιρετικός στην ρίψη δόρατος και επίσης άσος στην μάχη εκ του συστάδην αλλά και σε θέση διάταξης, λίγοι επίσης Αχαιοί θα μπορούσαν να τον ξεπεράσουν όταν οι νεαροί άνδρες προσπαθούσαν να αντιπαρατεθούν λεκτικά.»

Παρ 'όλα αυτά, όταν η βία και ο λόγος δεν κατάφερναν να οδηγήσουν στην επιτυχία ο ομηρικός ήρωας έπρεπε να βασιστεί στην απόλυτη και πλέον εξελιγμένη αρετή, αυτή ήταν η Μήτις. Μια πολύπλευρη και αποτελούμενη από πολλές αρετές ικανότητα, η οποία περιέχει  πνευματική ευστροφία, εφευρετικότητα, τόλμη και εξυπνάδα, της οποίας γνωστότερος κυρίαρχος εκφραστής είναι ο Οδυσσέας : «Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα πολύτροπον…»
Στην πραγματικότητα όμως δεν την κατέχει  μόνον ένας θνητός:  Και ο Βασιλιάς Νέστωρ ο οποίος θέλοντας να μεταλαμπαδεύσει γνώση στον γιο του Αντίλοχο για το πώς θα κερδίσει τις αρματοδρομίες, του λέει καθοδηγητικά :
«Νέον ακόμ ’, Αντίλοχε, σ’ αγάπησεν ο Δίας
και ο Ποσειδών, και σου’ δειξαν της ιππικής τις τέχνες.
Όθεν εσύ να διδαχθείς πολλή δεν είναι χρεία.
Ξεύρεις γύρω στα τέρματα να στρέφεις. Έχεις όμως
ίππους οκνούς. Για τούτο εγώ καλό δεν περιμένω.
Κι εκείνοι οπού ταχύτερους τυχαίνει να’ χουν ίππους
πάλιν δεν έχουν νόημα καλύτερο από σένα.
Αλλ’ άκουσέ με, αγαπητέ, και σκέψου στην ψυχήν σου
της τέχνης κάθε σόφισμα, μη χάσεις τα βραβεία.
Με σόφισμα παρά μ’ ανδρειά προκόβει ο δενδροκόπος.
Με σόφισμα στης θάλασσας τ’ αγριεμένα πλάτη
το ανεμόδαρτ’ οδηγεί καράβι ο κυβερνήτης.
Με σόφισμα και ηνίοχος ηνίοχον περνάει.

Σε αντίθεση με την ηλικία του, την εξυπνάδα και την εμπειρία του, ομολογείται η περίτεχνη ανωτερότητα στην τέχνη της εξαπάτησης την οποία κατείχε ο Οδυσσέας. Ακόμα και η θεά Αθηνά, σχεδόν περήφανα και με εκτίμηση μεγάλη, παραδέχεται την αξεπέραστη πανουργία του Οδυσσέα στην εξαπάτηση και στην εκπλήρωση ιδιοφυιών σχεδίων:
«Είπε, και χαμογέλασε η Αθηνά η Παλλάδα
και τρυφερά τον χάιδεψε, μοιασμένη με γυναίκα
πανώρια, λυγερόκορμη και στις δουλειές τεχνίτρα,
κι έτσι με λόγια πεταχτά του κάνει κράζοντάς τον·
Σοφός και τετραπέρατος θα
ναι όποιος σε περάσει
στα χίλια σου τεχνάσματα, θεός κι αν είναι ακόμα. 
Καημένε, πολυμήχανε και μάστορη στους δόλους,
μήτε μες στην πατρίδα σου τις πονηριές δεν παύεις
κι όσα ψευτόλογα αγαπάς από γεννησιμιό σου.
Μόν’  έλα, αυτά ας τ’ αφήσουμε, το ξέρουμε κι οι δυο μας
ποιο μας συμφέρει, αφού και συ απ’ όλους τους ανθρώπους 
ο πρώτος είσαι στη βουλή και στη ρητοροσύνη,  κι εγώ για τη σοφία μου και την πολλή μου γνώση στον ουρανό φημίζομαι στους αθανάτους όλους”».