Από το βιβλίο του «ΟΙ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΩΝ – Μία ανατομία της Ινδοευρωπαϊκότητας
από το Μπενάρες έως το Ρέϊκιαβικ», των
εκδόσεων ΑΙΓΙΣ, Αθήνα 2015, όπου ο Hans Friedrich Karl Günther γράφει :
« (....) Ο σκοπός μου λοιπόν είναι να κατανοήσω την Ινδοευρωπαϊκή
θρησκευτικότητα στην πιο γόνιμη και καθαρή ανάπτυξη της. Μπορεί να ανιχνευθεί,
για παράδειγμα, στην Ελληνική ποίηση από τον Όμηρο μέχρι τον Πίνδαρο και τον
Αισχύλο, αν και αυστηρά μιλώντας, εφόσον κάποιος
αναζητεί αυτήν την θρησκευτικότητα μπορεί ίσως μόνο μέχρι τον Πίνδαρο, ή με πιο γενικούς όρους μέχρι τον
πέμπτο αιώνα π.Χ. (Wilhelm Albrecht Nestle, «Griechische Religiosität von Homer bis Pindar und Äschylos», 1930, σελίς. 113). Αργότερα ειδικά με τον
Σοφοκλή και με τον Πλάτωνα, που εστίασαν στο παρελθόν από πολλές απόψεις, η Ινδοευρωπαϊκή
θρησκευτικότητα επικρατεί πάλι, αλλά τώρα σαν θρησκευτικότητα των μεμονωμένων
ανθρώπων και όχι ενός ολόκληρου κύκλου των αρίστων του λαού τους.
Θα περιορισθώ στο να περιγράψω κύρια ή ουσιώδη χαρακτηριστικά των
Ινδοευρωπαίων, παραλείποντας όλα αυτά που έχουν εκφράσει στις γλώσσες τους,
στις τέχνες και στις συνήθειες της καθημερινής τους ζωής, στην
πρώιμη και μέση περίοδο της ανάπτυξης τους.
Εάν κάποιος συμπεριλάβει
σε μία περιγραφή της θρησκευτικότητας τους όλες τις μορφές που εκφράστηκαν από
την αρχή μέχρι τέλους της ιστορίας τους, θα βρει χαρακτηριστικά σχεδόν από κάθε
θρησκεία. Θα ήταν συνεπώς εύκολο να παραθέσω παραδείγματα αυτών των μορφών
θρησκευτικότητας τις οποίες περιγράφω παρακάτω σαν μη Ινδοευρωπαϊκές, ειδικά στην ύστερη περίοδο ή
με εθνολογικούς όρους στην αποβορειοποιημένη περίοδο. Πράγματι, οι άνθρωποι
μιλούν λανθασμένα ακόμα και για μία «Χριστιανική Αρχαιότητα». Ό,τι αναφέρω σαν Ινδοευρωπαϊκή
θρησκευτικότητα ανήκει συνεπώς σε εκείνες τις περιόδους της ιστορίας των
Ινδοευρωπαϊκών λαών όπου η ψυχή της Βόρειας φυλής μπορούσε να εκφράσει τον
εαυτόν της γεμάτη σθένος.
Εντούτοις δεν παραβλέπω το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις η γόνιμη και
καθαρή ανάπτυξη της Ινδοευρωπαϊκή θρησκευτικότητας διατηρήθηκε και
μεταβιβάσθηκε σε μεταγενέστερες περιόδους. Παραδείγματα αυτών, τα οποία θα
εξετάσω αργότερα, είναι η ευγενής τέχνη στην ζωφόρο του Παρθενώνα στην Ακρόπολη
των Αθηνών με την απεικόνιση της εορτής των Παναθηναίων
(Maxime Collignon: «Le Parthénon», Τόμος III, 1912, Πίνακ. 78 και μετά, Ernst Langlotz: «Phidiasprobleme», Frankfurt am Main, εκδόσεις Vitorio Klostermann 1947, σ. 27 και μετά, και «Schönheit und Hoheit: der Parthenonfries» Freiburg im Breisgau, εκδόσεις Herder, 1948, Reinhard Lullies: «Griechische Plastik», 1956, σ. 22, Πίνακ. 147 και μετά), ή η ευγενής τέχνη της ara pacis Augustae, του βωμού της ειρήνης στην Ρώμη που αφιερώθηκε
το έτος εννέα π.Χ., υπό τον Οκταβιανό Αύγουστο (Giuseppe Moretti: «L’Ara Pacis Augustae», 1948, Robert Heidenreich: «Die Bilder der ara pacis Augustae, Neue Jahrbücher für Antike und Deutsche Bildung», Έτος 1, 1938, σ. 31 και μετά), καθώς και το «Carmen Saeculare» του Ρωμαίου ποιητή Οράτιου (Οράτιος,
Carmina, III, 25).
Όταν η Ινδοευρωπαϊκή κοινωνία χωρίζεται σε τέτοια φυλετικά στρώματα, χαρακτηριζόμενη από κυρίως Βόρειους κτηματίες, αριστοκρατία, πατριαρχική δομή, με υποτελείς μη Βόρειους λαούς, τότε η Ινδοευρωπαϊκή θρησκευτικότητα μπορεί να αναζητηθεί μόνο στις θρησκευτικές ιδέες του ανώτερου στρώματος. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι η Ινδοευρωπαϊκή θρησκευτικότητα συνδέεται πάντοτε άμεσα με την πεποίθηση της αξίας της καταγωγής και της υπερηφάνειας της κληρονομικότητας, και ότι ο άνθρωπος έχει μία αναλλοίωτη κληρονομική φύση και μία έμφυτη ευγένεια την οποία είναι καθήκον του στην κοινωνία να διατηρήσει, όπως είναι ιδιαιτέρως φανερό, για παράδειγμα, στην αληθινά Ελληνική θρησκευτικότητα του Πινδάρου. (Hans F. K. Günther «Lebensgeschichte des hellenischen Volkes», 1965, σελίδες 157, 195/96).»
--Α.Κ.