ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ



Εγκαινιάζουμε σήμερα, μιαν ενότητα, αναφοράς σε εξαιρετικές μορφές, Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών, που έδρασαν προστατευτικά κι ευεργετικά, για το Έθνος.

Στον πολιτικό πόλεμο, στην πολιτιστική  πάλη, στην μάχη των ιδεών με την γνώση και την σωστή χρήση της εθνικής γλώσσας  αποκτούμε -πέρα από την οποιαδήποτε ορθολογιστική λειτουργία- τον μεγαλύτερο συντελεστή γοητείας : την  εθνική γλώσσα, το ίδιο το γεγονός της Ελληνικής λαλιάς.
Γι’ αυτό και η φυσιολατρική και αγροτική λογοτεχνία αποκτά για εμάς τους Εθνικιστές ένα βαθύτερο υψηλό πολιτικό νόημα, εκφράζοντας τον ιδιαίτερο σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στον Έλληνα άνθρωπο και στην Ελληνική φύση».
Με την ευκαιρία της ημερομηνίας γέννησης ή θανάτου του κάθε σπουδαίου πατριώτη συγγραφέα, παρουσιάζουμε ένα ενημερωτικό σημείωμα που περιγράφει συνοπτικά την ζωή του υπενθυμίζοντας πώς είχε επιδράσει με το έργο του στις λαϊκές μάζες. Κάθε λογοτέχνης που κατόρθωσε να μας καλλιεργήσει το νου, ζωγραφίζοντας μέσα στους οικείους μας χώρους, πλάσματα αντιπροσωπευτικά της φυλής μας, βαθιά προσηλωμένα στη γενέθλια γη.


 Ένα επιμνημόσυνο σχόλιο για τον μεγάλο Κωστή Καρυωτάκη 
από τον Λεωνίδα Ηλιόπουλο

Η ποίηση του Κωστή Καρυωτάκη, η πολιτική φύση της οποίας είναι ξεκάθαρα και πρόδηλα  Εθνικιστική - όπως και αν την χαρακτηρίζουν ή την μυκτηρίζουν διάφοροι στρατευμένοι αντιπατριώτες φιλολογικοί ευνούχοι- περιέχει ιδιαιτέρως ρωμαλέα και επηυξημένα όλα εκείνα τα στοιχεία που οι φιλελεύθεροι ασπάλακες και οι μαρξιστικοί αρουραίοι του πεδίου της ελληνικής λογοτεχνίας  μέμφονται και εξορκίζουν ως «συντηρητικά» ή «αντιδραστικά».

Βεβαίως και δεν απορούμε γιατί η χορεία των αντεθνικών υπομετριοτήτων, στερούμενη  της απαραίτητης βαθειάς γνώσης, της αναγκαίας ευρύνοιας, αλλά και κάθε λογικής οξυδέρκειας δεν έχει επισημάνει και προσέξει στο  σημαντικότερο βιβλίο του μεγάλου Καρυωτάκη «Ελεγεία και σάτιρες» (1927), εκείνα τα λαμπρά ποιήματά του, στα οποία το εθνοκεντρικό γνώρισμα και ο εθνικιστικός χαρακτήρας είναι καταφανή: Τους πατριωτικούς στίχους της «Ηρωικής τριλογίας» στο κέντρο της εν λόγω συλλογής –όπου τραγουδάει τον εθνομάρτυρα Αθανάσιο Διάκο, τον πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη και τον ελληνολάτρη λόρδο Byron-, αλλά και το υπέροχο ελεγείο του για τους νεκρούς πολεμιστές της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής («Όταν άνθη εδένατε...»).

Όταν άνθη εδένατε στα τεφρά μαλλιά σας,
και μες στην καρδιά σας
αντηχούσαν σάλπιγγες, κι ήρθατε σε χώρα 
πιο μεγάλη τώρα 
οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη, 
είχαν όλοι φύγει. 

Όταν άλλο επήρατε πρόσταγμα, άλλο δρόμο, σκύβοντας τον ώμο,
τη βαθιάν ακούγοντας σιωπή, τους γρύλους, 
στην άκρη του χείλους ένα στάχυ βάζοντας με πικρία τόση 
είχε πια νυχτώσει. 

Κι όταν εκινήσατε λυτρωμένα χέρια
πάνω από τ’ αστέρια, 
κι όταν στο κρυστάλλινο βλέμμα, που ανεστράφη,
ο ουρανός εγράφη, 
κι όταν εφορέσατε το λαμπρό στεφάνι 
είχατε πεθάνει.

Ουδείς επίσης απορεί που οι ποικίλοι σύγχρονοι «ελληνόφωνοι» δάσκαλοι και κριτικοί της λογοτεχνίας δεν συνδέουν αυτούς τους εξαίρετους στίχους με τους ενωρίτερους στίχους του εικοσιπενταετούς Καρυωτάκη, οι οποίοι τελειώνουν με την προτροπή : «Και με τον Κωνσταντίνο, με μια ελπίδα, με μια σκέψη, με μια καρδιά, να κινήσουμε, ναι, για την Πατρίδα και να μπούμε στην Άγια Σοφιά» («Τα παλιά μας τραγούδια, Πατρίδα», - Στίχοι από το Πελ-Μελ/ VIII,1921).

Τα παλιά μας τραγούδια, Πατρίδα,
δε θ’ ακούσεις αυτή τη φορά·
μακρινής τώρα δόξας η αχτίδα
 των παιδιών σου δεν είν’ η χαρά.

Οι προγόνοι μας ήσαν μεγάλοι,
μα κι αντάξιοι τους είμαστ’ εμείς,
των Ελλήνων η αλκή βρήκε πάλι
τα φτερά κάποιας νέας ορμής.

Και γεμίζει, Πατρίδα, τα στήθια
σαν υπόσχεση μία ευχή,
όσα ονείρατα γίναν αλήθεια
του θριάμβου σου να ’ν’ η πηγή.

Δέκα χρόνια σωστά πολεμούμε
σε πελάγη, στεριές και βουνά,
από νίκη σε νίκη πετούμε,
από νίκη σε νίκη ξανά.

Τώρα πάλι εκεί στην Ασία
ο Τρανός Βασιλιάς οδηγεί
τους ανδρείους μας στην ελευθερία
που χαρίσαν στη σκλάβα τη γη.

Και με τον Κωνσταντίνο, με μια ελπίδα,
με μια σκέψη, με μια καρδιά,
 να κινήσουμε, ναι, για την Πατρίδα
και να μπούμε στην Άγια Σοφιά.


Και βεβαίως ουδείς εξ ημών απορεί όταν οι ημιμαθείς κι «ερημωμένοι» από την διεθνιστική λαίλαπα δάσκαλοι και κριτικοί ουδέποτε αναφέρουν τον εφηβικό ύμνο του ποιητή για τον τελευταίο Αυτοκράτορά μας Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (1914), που τελειώνει κι αυτός με μιαν ανάλογη γενναία και ευχολογιακή αναφώνηση («Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δεν θα προσμένεις !»).

«Και ρίχτηκε με τ’ άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια.
Το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.

Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ’ αγνό το μέτωπό του, θαρρείς,
ο φωτοστέφανος της Δόξας τ’ αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.

Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα
ένας Τιτάν π’ ακόμα χτες εστόλιζ’ ένα θρόνο,
κι εσφάλισε —οϊμένανε!— για πάντ’ αυτό το στόμα
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν’ ελπίδες μόνο.

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ’ τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!»

Προφανώς οι σαφέστατοι στίχοι του «Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν / έμποροι και κονσόρτσια κ' εβραίοι» («Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο»), δηλώνουν αισθήματα που στις ημέρες μας κατακρίνονται ως «αντισημιτικά». Ενδεχομένως «εχθροπαθή» κατά την κρατούσα πολιτική ορθότητα αισθήματα, τα οποία συνδυαζόμενα με την πρόδηλα αντιπλουτοκρατική διάθεση του εν λόγω ποιήματος οδηγούν κατά την εποχή που δημοσιεύονται (στα 1927), προς μια πολιτική κατεύθυνση παράλληλη αν όχι ταυτόσημη προς την σύγχρονή της του τιτάνιου Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ, με τον οποίο ο Καρυωτάκης συμμερίζεται απόλυτα την μύχια απέχθεια και αποστροφή προς την τοκογλυφία («Ο κήπος της Αχαριστίας»).

Εν ολίγοις ο θαυμάσιος Καρυωτάκης  υπήρξε γόνος φιλοβασιλικής οικογένειας ων και ο ίδιος βασιλικός τόσον ώστε σε ηλικία 20 ετών κατά το αποκορύφωμα του ξενοκίνητου «Εθνικού Διχασμού» (1916), έσπευσε ενθουσιωδώς να καταταγεί εθελοντής στην «Φοιτητική Φάλαγγα», η οποία ανασυγκροτήθηκε τότε ώστε να ενισχύσει τον αντιβενιζελικό αγώνα των Επιστράτων, η εκλεκτική ιδεολογικοπολιτική συγγένεια των οποίων με «φασίζοντα» και ιδίως πρωτο-φασιστικά κινήματα στις  άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι προφανέστατη και αδιαμφισβήτητη. Ο λαμπρός αυτόχειρ  παρέμεινε αντιβενιζελικός, έως και το τέλος της ζωής του (1928), οπότε τα πολιτικά του αισθήματα παρέμεναν πλήρως αντίθετα προς το κόμμα που κατείχε τότε την πολιτική εξουσία.

Σημειωτέον επίσης ότι, η εφημερίς «Ελληνική», όπου την 8η Φεβρουαρίου του 1928 ο Καρυωτάκης εδημοσίευσε το  εξαίρετο συνδικαλιστικό κείμενό του «Ανάγκη χρηστότητος», τεκμήριο αδιάψευστο των κοινωνικών ενδιαφερόντων του, ήταν ημερησία πρωινή εφημερίς της «Λαϊκής δεξιάς», φανατικά βασιλική, αντιβενιζελική και αντικομμουνιστική. (Ιδρύθηκε το 1925 από τον Π. Χατζηκωνσταντίνο, με διευθυντές της τους Ν. Ευστρατίου και Ι. Αλεξάνδρου που έπαυσε οριστικά η έκδοσή της το 1934). Αυτή η εφημερίς  με ανταποκρίσεις της από την Ιταλία (στις 13/10 και 15/11 του 1927 και την 3/1/1928) εξήρε ενθουσιωδώς και απροκάλυπτα «τον δημιουργικόν πυρετόν», «την πολιτικήν αγωγήν» και «την θετικήν εργασίαν, την οποία ο φασισμός προσφέρει αδιακόπως ως δώρον προς την πατρίδα».

Με ευθαρσώς δεδηλωμένο τον θαυμασμό του για το αγροτικό ήθος («Κάθαρσις», «Φυγή, IV») και την περιφρόνηση για τον αστικό εκφυλισμό του ανθρώπου  ο Καρυωτάκης προσβλέπει στην εθνική κάθαρση και κατ' επέκταση στην κοινωνική αλλαγή, μέσω της τάξεως των χωρικών και όχι των εξαθλιωμένων εργατών - προλεταρίων.

Δηλαδή οι συνήθεις μπολσεβίκοι ή μαρξόδουλοι αστοί, αυτόβουλα λοβοτομημένοι κι εθελότυφλοι κριτικοί, με βάση την στοιχειωδώς ενήμερη λογική της ανάγνωσής τους του μεγάλου πατριώτη αυτόχειρα, θα έπρεπε να διακρίνουν ξεκάθαρα στον Καρυωτάκη μιαν αχαρακτήριστη μεν αλλά σαφώς διαγραφόμενη ιδεολογία, συγγενική με εκείνη την υψιπετή και ρομαντικά ιδεαλιστική έκφραση του ιταλικού φασισμού, μιαν ιδεολογία  που μετέφερε και διέσπειρε με την λεπταίσθητη κι εξωραϊσμένη  γλώσσα των διανοουμένων ορισμένες επιδιώξεις του «αγροτικού φασισμού».


Δηλαδή μιαν ιδεολογία συγγενική με εκείνη την αναζήτηση μεταρομαντικής εμπνεύσεως που είχε εμφανιστεί την ίδια ακριβώς εποχή στην μεσοπολεμική Ιταλία η οποία γέννησε τον στερνό της Καίσαρα με την «Πορεία στην Ρώμη», ως αντίσταση της Αυτοκρατορικής Παραδόσεως εναντίον των  ελεεινών αθλιοτήτων της αστικής και προλεταριακής μοντερνικότητας. Όπως περι-«έγραψε» θαυμάσια ο ένθεος άθρησκος, «μαρξοφασίστας» Kurt Erich Suckert -γνωστότερος ως Curzio  Malaparte- μιαν ιδεολογία που οραματίζεται : «Μιαν επανάσταση των χωρικών, αντιπρολεταριακή, αντιαστική, μια συμφιλίωση ανάμεσα στο αγροτικό πνεύμα και στον ηρωισμό του ευγενούς αίματος !».