«Ο
Σαλπιγκτής» - Γεώργιος Αθάνας
Στερνός
απ' όλους δούπησε κι ο σαλπιγκτής στο χώμα.
Της
σάλπιγγας του ο αντίπαλος δεν είχε σβήσει ακόμα.
Της
Μικρασίας ξετρέχοντας τα πλάτη πέρα ως πέρα
πότε
αντηχούσε σα λυγμός και πότε σα φοβέρα.
Άθαφτος
λιώνει ο σαλπιγκτής μες' τις βροχές.
Παρέκει
η σκουριασμένη σάλπιγγα πιστά του παραστέκει.
Με
του χιονιού το σάβανο τους σκέπασε ο χειμώνας
κι
ήταν βαρύς σαν κόλαση, μεγάλος σαν αιώνας.
Μα
τι κι αν ήρθε η άνοιξη; Μέσα στο νέο χορτάρι
δε
φαίνεται ούτε σάλπιγγα, ούτε σκεβρό κουφάρι.
Μόνο
από νύχτα σε νυχτιά βγαίνει το φάντασμά του
και
ψάχνει στα χαμόκλαδα να βρει τη σάλπιγγά του.
Μην
αποκάμεις, Σαλπιγκτή, και μη λιγοπιστήσεις!
Χιλιάδες
νύχτες θα διαβούν, νύχτες σιγής και φρίκης.
Μα
θα 'ρθει, θά 'ρθει ένα πρωί που εσύ θα τους χτυπήσεις
με
την παλιά σου σάλπιγγα τους νέους σκοπούς της Νίκης!