«Οι Γάτες τ᾿ Άϊ-Νικόλα»

«Οι Γάτες τ᾿ Άϊ-Νικόλα»


Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός, 

οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος.

«ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ» ΑΙΣΧΥΛΟΥ

Κατά την μετάφραση του μεγάλου Ιωάννη Γρυπάρη
«Με δίχως λύρα, ψάλλει αυτοδίδακτη η καρδιά μου των Ερινύων το θρήνο και γω δεν έχω αλάκερο το καλό θάρρος της ελπίδας.»
  
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα...», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ᾿ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«... και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»

Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πως κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο

κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.

«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
...ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ᾿ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ᾿ τα κάδρα.

Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα-μέρα που είναι-
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.

«Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια αναβροχιά -
ρημάχτηκε όλο το νησί
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ᾿ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι άνθρωπου
και φαρμακερά.

Το μοναστήρι τ᾿ Αι-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.

Την κάθε αυγή χτυπούσε μία καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ως την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.

Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.


Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.

Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε, δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.

Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.

Γραμμή!
Τι να σού κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι».

«Γραμμή!
Τι να σού κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
---
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
 Τούτο το ποίημα του μεγάλου λυρικού λεξιπλόκου  Γιώργου Σεφέρη με την αισχύλειο προμετωπίδα, το ανέσυρα από  τις φτωχές, μα αξιόπρεπες και μεστές σε γεύσεις φιλολογικές μου αποθήκες, γιατί ένας καρδιακός φίλος μου, γιατρός, ελληνολάτρης, φορέας συνεσταλμένος των εθνικιστικών ιδεών και   λεπταίσθητος ποιητής ο ίδιος, μου είπε πως το συνδύασε αυθόρμητα με κάποιον πρόσφατο οπτικοακουστικό λίβελλο των τραγελαφικών μπολσεβίκων σε βάρος του Κινήματος, όπου αυτοί οι θλιβεροί πολιτικοί καμποτίνοι συνέκριναν τους Εθνικιστές με … «γατάκια».

Έτσι το παραθέτω για λόγους «γνώσης κι’ αναμόρφωσης»  του αναγνώστη, ταυτόχρονα ομολογώντας «εξομολογητικά»  τα ακόλουθα :

Ποτέ δεν ξεπερνά στον νου και στη καρδιά μου η λεξιμαγική παραγωγή του Σεφέρη / Διπλωμάτη καριέρας– ούτε καλή ώρα  στις δυσθεώρητα αισθαντικές του στιγμές, σαν κι ετούτη- την γλωσσοπλαστική, μυθοτραφή κι αρχέγονη ελληνικότητα του Ελύτη / Εφέδρου Ανθυπολοχαγού.

Οι «Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες» γάτες του Αϊ Νικόλα, περήφανες και θαυμαστές εκτελούν ανυποχώρητες ηρωϊκά το καθήκον τους, καθώς κάθε αυγή «ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη».  Στο τέλος, μ’ έναν  δονκιχωτικό δραστικό πεσιμισμό,   «ξολόθρεψαν τα φίδια», έστω κι αν οι ίδιες χάθηκαν, κατά πως είχαν νοιώσει «παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα το αίμα το φαρμακερό των ερπετών». Ιδού μια στάση ζωής ελληνική, ηρωική και ευεργετική !

Ο αδιάφορος αντίλαλος του τιμονιέρη στο τέλος του ποιήματος : «Γραμμή!», σαν να επισημαίνει έξοχα την ροζεμπέργκια προσέγγιση : «Σημασία δεν έχει προς τα πού πάει μια φάλαγγα, αρκεί να συνεχίζει τη πορεία της αμετάβλητη και συντεταγμένη !» ή την προμηθεϊκή επιταγή του μεγάλου ταξιδευτή Σβεν Χέντιν : «Fram»  - «ΕΜΠΡΟΣ» !

Ας πολεμήσουμε λοιπόν τα  φίδια !


Α. Κ.