Η ΖΕΙΔΩΡΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΩΑ ΓΗ - Β' ΜΕΡΟΣ


«… Με την ανυπόκριτη και μύχια εξύμνηση της Ελληνικής γης και τού παρελθόντος της, εξορκίζουμε παράλληλα τους Συνέλληνες να διαιωνίσουν την αγνότητα του χιλιάκριβου Ελληνικού Αίματος και με φυσικότητα προβαίνουμε στην έξαρση των Ελληνικών μύθων.
Γι’ αυτό και η φυσιολατρική και αγροτική λογοτεχνία αποκτά για εμάς τους Εθνικιστές ένα βαθύτερο υψηλό πολιτικό νόημα, εκφράζοντας τον ιδιαίτερο σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στον Έλληνα άνθρωπο και στην Ελληνική φύση».  
Με τον ίδιο τρόπο, με την ευκαιρία της ημερομηνίας της γέννησης ή του θανάτου του κάθε σπουδαίου πατριώτη συγγραφέα, πρέπει να παρουσιάζεται ενημερωτικό σημείωμα στα κάθε είδους διατιθέμενα μέσα, που θα περιγράφει συνοπτικά την ζωή και την σταδιοδρομία του υπενθυμίζοντας πώς είχε επιδράσει με το έργο του στις λαϊκές μάζες.
Κάθε λογοτέχνης που κατόρθωσε να μας καλλιεργήσει το νου, ζωγραφίζοντας μέσα στους οικείους μας χώρους, πλάσματα αντιπροσωπευτικά της φυλής μας, βαθιά προσηλωμένα στη γενέθλια γη.  
Πρέπει τέλος να σημειωθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι,  γενικά απ’  αυτήν την λογοτεχνία που είχε και έχει την εκτίμηση των Εθνικιστών ξεπηδά αβίαστα και μια  απολογία των ανορθολογικών μυστικών δυνάμεων της Ζωής. Αυτός ό ανορθολογισμός υπήρξε αντικείμενο πολλών φιλοσοφικών μελετών στον πρωτοπόρο Φίχτε, στον βαθυστόχαστο Χέγκελ, στον ανυπέρβλητο Νίτσε κι’ αργότερα στον παθιασμένο Σπένγκλερ και στον στρατευμένο Χάϊντεγκερ.   

Φαίνεται βεβαίως πώς οι μάζες ευαισθητοποιούνται στον ανορθολογισμό από άλλες, άγνωρες αιτίες. Προφανώς δεν έχουν διαβάσει και, πολύ περισσότερο, δεν έχουν  αφομοιώσει τα έργα όλων αυτών των φιλοσόφων.
Όμως στην περίοδο της μεταπολιτευτικής Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας που διανύουμε υπάρχει μια ασυνήθιστη κίνηση βιβλίων αφιερωμένων στον πνευματισμό, στη  χειρομαντεία, στη μετεμψύχωση και σε άλλες απόκρυφες επιστήμες. Στην εποχή αυτή επίσης, η  Ανατολή (Εγγύς και Άπω) εξασκεί μιαν ιδιάζουσα μυστικιστική γοητεία.
Οι ασφυκτικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής εξωθούν τους Έλληνες να δραπετεύσουν από το πραγματικό και να βρουν καταφύγιο στο ανορθολογικό.  
Γι’ αυτό, οι ρομαντικές αντιλήψεις (σύμφωνα με τις οποίες ό ζωϊκός δυναμισμός και η πορεία της ιστορίας ρυθμίζονται από τις εξωλογικές άλογες δυνάμεις), που είναι ιδιαίτερα δραστήριες στην ηρωική και φανταστική λογοτεχνία, πρέπει να χρησιμοποιούνται  στον μέγιστο βαθμό για την πλαισίωση του Εθνικισμού.  
Ως αντίδραση ενάντια στον χυδαίο θετικισμό, ενάντια στην τάχα «επιστημονική» εξήγηση και τεχνοκρατική  ανάπτυξη που επικαλείται η μαρξιστική και αστική υλιστική φιλοσοφία, εμείς οι Εθνικιστές εξυμνούμε τις μυστηριώδεις δυνάμεις που μας δένουν με την πατρώα γη και τιμάμε εκείνους που τις διακηρύσσουν με την τέχνη τους.
Η Εθνικιστική λογοτεχνία στηρίζεται και οφείλει  ιδιαιτέρως να επενδύει  πολιτικά στον ανορθολογισμό αυτόν, μιας και κάθε αποτελεσματική προπαγάνδα οφείλει  ν’ αγγίξει την καρδιά τού άνθρωπου, να αφυπνίσει το συναίσθημά του και όχι να τού αναπτύξει το στενόκαρδο κριτικό του πνεύμα.
Για να αφυπνισθούν και να ανασυγκροτηθούν οι λαϊκές μάζες αναβαπτιζόμενες στην Εθνική Ιδέα πρέπει συχνά να περιφρονήσουμε  την  υλόφρονα συναλλακτική λογική, να περιφρονήσουμε την λογιστική αποτίμηση της ζωής, την δόλια και ανατολίτικη σαράφικη αμοιβή και να απευθυνθούμε στο ένστικτο.
Στο ένστικτο που θρέφεται από τον αδιάκοπο ποταμό του προγονικού αίματος και αφουγκράζεται  τους ψιθύρους του επέκεινα. Να πορευθούμε λοιπόν  αποφασισμένοι και υπερήφανοι στην  μύηση της λατρεμένης Γής των Πατέρων, εξοπλισμένοι με την Μητρική Γλώσσα. 

Ακολούθως παραθέτουμε ένα μικρό απάνθισμα ποιημάτων που εκφράζουν την πολυσύνθετη και πολυεπίπεδη  δύναμη  του Ελληνικού Αίματος και της Ελληνικής  Γης  με την  ισχύ των λέξεων.

«Η βάβω η Τασιά» - Μάρκος Αυγέρης

Σαν ήρθαν άμετροι οι οχτροί
το πήραν τ’ όμορφο καστρί
έσυραν σκλάβους νιους και νιές
πήραν κι ασήμια θημωνιές.

Κι οχτρός το Γιάννο αποθυμά,
μα εκειός στο σπίτι πολεμά
γύρω τριγύρω έχουν ερτεί,
μ’ αυτός αλάργα τούς κρατεί.

Κοντά του η βάβω του η Τασιά,
βάνει καινούργια φορεσιά
κ’ η νια γυναίκα του, η Μαρώ,
κάνει στο κόνισμα σταυρό

και τ’ άστρι η κόρη του, η Αυγή,
σκυμμένη κάνει προσευκή.
Σα φόρεσε τη φορεσιά
του είπε η βάβω του, η Τασιά:

«-- Άκου, παιδί μου εσύ, Γιαννιά,
μη μας ντροπιάσεις τη γενιά.
Έχεις γυναίκα που είναι ναι
κ’ έχεις κοπέλλα παρανιά

δώσε σε μας μια μαχαιριά
κι ύστερα βάλε μας φωτιά
και μες στην πρώτη την αυγή
πετάξου εσύ μες στη σφαγή!

 «--Μάνα μου, δος μου την ευκή!»
 «-- Μ’ όλη μου, γιε μου, την ψυχή,
 αρκούδι νάβγεις το ταχύ.»

Κατάστηθα τη μαχαιριά εδέχθηκ’ ύστερα η γριγιά
κι η νια γυναίκα του, η Μαρώ,
τον άσπρο έδωκε λαιμό κατ’ απ’ τα ολόξανθα μαλλιά
κοντά στις δυο σειρές φλωριά.

Και μες στα χέρια η Αυγή
κρατεί την ολοδάκρυτη μορφή
και στη θερμή την προσευχή
έφυγ’ η άσπρη της ψυχή.

Κι εκεί που σφάχτηκ’ η Τασιά
γίνηκε ύστερα εκκλησιά.
Κι εκεί που σφάχτηκ’ η Μαρώ
σταίνουν οι νιοι κι οι νιές χορό.
Κι εκεί που πλάγιασ’ η Αυγή
πλήθος τα κρίνα έχουν βγει.


«Χώμα Ελληνικό» - Γεώργιος Δροσίνης

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα Ελληνικό.

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ' το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά.

Χώμα τιμημένο, που 'χουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, που 'χουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα πο 'χει θάψει λείψαν' αγιασμένα
απ' το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.
Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
από σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια,
μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.

Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει,
κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να 'ρθω.
Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο-
μου 'γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θα 'βρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.

Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θα 'ναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα Ελληνικό.

Το μικρό αυτό αφιέρωμα  στην πατριωτική ποίηση κλείνει εδώ  με το  σκόπιμα παραγκωνισμένο και  έμμεσα  απαγορευμένο θριαμβικό εμβατήριο  το οποίο στόλιζε ηχητικά  τις ρωμαλέες παρελάσεις του Εθνικού Στρατού από  τον Μεσοπόλεμο μέχρι την Μεταπολίτευση:

«Η Σημαία Μας» - Αχιλλεύς Παράσχος

Σκέπασε, Μάνα σκέπασε, γαλανομάτα κόρη
Καθώς εσκέπασες κι εμάς, και τ’ άλλα τα παιδιά σου,

Ροβόλα χώρες και χωριά, και θάλασσες και όρη
Και βάλε τα μεσ' την πλατειά, και γαλανή σκιά σου

Και με τον ίσκιο σκέπασε και κείνα του Σταυρού σου.

Τόσοι χειμώνες σκοτεινοί επέρασαν και χρόνια
Τόσων καιρών ελιώσανε καταραμένα χιόνια




ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ