Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια
χώρα που την έλεγαν Αχλάδα. Ήταν πολύ όμορφη χώρα. Με έξυπνους και
χαμογελαστούς κατοίκους. Οι Αχλάδες, αρέσκονταν στην ανδρεία, στον αθλητισμό,
στην τέχνη. Ήταν μορφωμένοι κι ευγενείς. Μοίρασαν τη γνώση απλόχερα σε όλους
τους γείτονές τους. Τους δίδαξαν, Ιατρική, Φιλοσοφία, Δικαιοσύνη, Ανθρωπισμό,
Ιδανικά και Τιμή.
Τα χρόνια περνούσαν και η Αχλάδα έγινε
μια αυτοκρατορία, πρότυπο. Πλούσια και δυνατή. Την ζήλευαν όλοι οι λαοί. Έτσι
τη ζήλεψαν και οι βάρβαροι Φούρκοι. Το έβαλαν σκοπό να την καταστρέψουν και το
κατάφεραν. Νίκησαν την Αχλάδα και κατέκτησαν το λαό της. Τα γειτονικά κράτη
χάρηκαν με τη πτώση της. Μοιράστηκαν κι εκείνα κάποιο από τον πλούτο και τα
εδάφη της.
Οι Φούρκοι κράτησαν δούλους τους
Αχλάδες περίπου πεντακόσια χρόνια.... Προσπάθησαν να καταστρέψουν τη παιδεία
τους, να διαλύσουν τα ήθη και τα έθιμά τους. Να σβήσουν τη γλώσσα τους. Έκαναν
τις γυναίκες σκλάβες στα χαρέμια τους και άρπαζαν τα παιδιά για το στρατό τους.
Οι Αχλάδες περνούσαν πολύ δύσκολα στο Φουρκικό ζυγό. Αλλά το ευγενές γένος τους
δεν χάθηκε. Έφτασε μια μέρα και ξεσηκώθηκαν.
Μετά από σχεδόν πεντακόσια χρόνια
δουλείας, φώναξαν περήφανα “Ελευθερία ή θάνατος”. Και τα κατάφεραν. Κέρδισαν
την ελευθερία τους. Έδιωξαν τους Φούρκους. Άρχισαν σιγά σιγά να χτίζουν από την
αρχή το κράτος τους.
Τα γειτονικά κράτη, βρήκαν ευκαιρία
να
αποδυναμώσουν τους Φούρκους, που είχαν σηκώσει πολύ ψηλά τη μύτη και στήριξαν
την Αχλάδα. Αλλά εκμεταλλεύτηκαν τη κατάσταση και γέμισαν τους Αχλάδες με
δάνεια, για να στήσουν το καινούργιο κράτος. Αυτά τα δάνεια οι Αχλάδες τα
πλήρωναν για πάνω από 150 χρόνια. Το γνώριζαν αλλά ένιωθαν ευγνωμοσύνη για τη
βοήθεια.
Οι Αχλάδες σαν ευγενής λαός, έμειναν
πιστοί σύμμαχοι των γειτόνων. Όποτε οι γείτονες είχαν πόλεμο, έσπευδαν να
βοηθήσουν. Πολλές φορές σε βάρος των συμφερόντων τους. Τα χρόνια περνούσαν και
οι γείτονες έχωναν όλο και πιο βαθιά τα νύχια της εκμετάλλευσης στην Αχλάδα.
Φρόντισαν να διαφθείρουν όλους τους
πολιτικούς. Μεθοδικά εξαγόρασαν τα πολιτικά κόμματα. Σε λίγο στην Αχλάδα, δεν
γινόταν τίποτε χωρίς την έγκριση των ξένων. Κάποιοι, ελάχιστοι κυβερνήτες,
προσπάθησαν να βοηθήσουν τη χώρα και το λαό. Έφτιαξαν δίκαιους νόμους και
προώθησαν την αγάπη για το Έθνος και την Πατρίδα. Έκαναν ξανά περήφανους τους
Αχλάδες.
Οι ξένοι τους έτρεμαν αυτούς τους
Κυβερνήτες. Θυμόντουσαν ότι στο παρελθόν η Αχλάδα ήταν η σημαντικότερη
στρατιωτική δύναμη και πολιτισμική επιρροή και δεν ήθελαν με τίποτε να
ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Κυνήγησαν λοιπόν αυτούς τους λίγους κυβερνήτες. Τους
σκότωσαν, τους φυλάκισαν, τους δολοφόνησαν. Γέμισαν με ψέματα τους Αχλάδες, ότι
δήθεν ήταν κακοί άνθρωποι. Για να γίνουν
αρεστοί μοίρασαν εύκολα χρήματα και φτηνή διασκέδαση. Σιγά σιγά και με τη
βοήθεια ενός μαγικού κουτιού που έβαλαν σε κάθε σπίτι, την τηλεβλάκωση,
κατάφεραν να μπερδέψουν το λαό. Τον έπεισαν ότι οι τίμιοι ήταν άτιμοι κι ότι οι
ψεύτες έλεγαν αλήθεια.
Τοποθετούσαν στη κυβέρνηση πάντα
κάποιον δικό τους που με αργά αλλά σταθερά βήματα, έσβηνε την ιστορία και
κορόιδευε τους Αχλάδες κάνοντάς τους όλο και πιο φτωχούς κι αγράμματους.
Οι ξένοι στήριξαν πάλι τους Φούρκους,
που ορκισμένοι εχθροί των Αχλάδων όπως ήταν, με χαρά έκαναν μικροπολέμους αρπάζοντας
κάθε λίγο και ένα μικρό κομμάτι της Αχλάδας. Οι ξένοι έπαιζαν το φίλο και στους
δύο.
Χρέωναν την Αχλάδα με τεράστια δάνεια
για να αγοράσει όπλα από τους συμμάχους της, να προστατευτεί από τους Φούρκους
αλλά δεν την άφηναν ποτέ να τα χρησιμοποιήσει, γιατί δεν ήθελαν να θυμηθούν οι
Αχλάδες πόσο ικανοί στρατιώτες ήταν.
Κάποια στιγμή οι ξένοι άρχισαν να έχουν
οικονομικά προβλήματα. Τους χρειάζονταν περισσότερα πετρέλαια, περισσότερα
ορυκτά και ενέργεια. Έστησαν λοιπόν μια μεγάλη συνωμοσία και έκαναν μια μεγάλη
οικονομική επίθεση στην Αχλάδα.
Ζήτησαν όλα τα δανεικά πίσω. Έβαλαν
τους πουλημένους κυβερνήτες να μαγειρέψουν τα λογιστικά βιβλία και να
φουσκώσουν το χρέος. Έβαλαν τα διεφθαρμένα κόμματα να ζητάνε συνεχώς κι άλλα δανεικά. Έβαλαν τις
κυβερνήσεις να επιβάλλουν μια βαριά Δικτατορία στην Αχλάδα και να καταστρέφουν
τους νοικοκυραίους, τους εμπόρους, τους διανοούμενους, τους εργάτες, το στρατό
και γενικά κάθε παραγωγική τάξη. Για να μην έχει καθόλου χρήματα το κράτος κι
αναγκαστικά να δανείζεται ακόμη πιο πολύ.
Ο τελικός στόχος ήταν να κλέψουν τον
πλούτο του υπεδάφους της χώρας, που ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Τα μαγικά
τηλεβλακοκούτια στα σπίτια των Αχλάδων, τους έπειθαν ότι ζούσαν σε Δημοκρατία
κι ότι οι ξένοι τους αγαπούν και πως ήταν τεμπέληδες και χαραμοφάηδες και ότι
έπρεπε να πληρώσουν τους δανειστές. Γέμισαν τη χώρα με παράνομους ξένους από
χώρες και θρησκείες εχθρικές προς την Αχλάδα, ξένους που έκλεβαν, λήστευαν
σκότωναν.
Όλα φαίνονταν πως πήγαιναν κατά
το σχέδιο, όταν κάτι έγινε...
Εμφανίστηκε ένας ακόμη από εκείνους
τους λίγους καλούς κυβερνήτες, ο Νικόλας. Εκείνος βέβαια δεν κυβερνούσε ακόμα,
αλλά είχε κοντά του πιστούς συναγωνιστές που γνώριζαν την Ιστορία της Αχλάδας
από τους πατέρες και τους παππούδες τους. Αποφασισμένους ανθρώπους που πάνω από
όλα έβαζαν την Τιμή τους και την Τιμή της Πατρίδας.
Οι ξένοι τα έχασαν. Πανικοβλήθηκαν.
Ξαφνικά όλα τα σχέδιά τους κινδύνευαν να ναυαγήσουν από ένα Νικόλα! Αντέδρασαν
γρήγορα. Στην αρχή προσπάθησαν να τους εξαγοράσουν, όπως είχαν κάνει με όλους
τους άλλους πολιτικούς. Αλλά απέτυχαν. Ύστερα προσπάθησαν να τους
τρομοκρατήσουν. Αλλά εκεί κι αν απέτυχαν. Οι Αχλάδες αυτοί δεν έκαναν πίσω.
Στέκονταν ακλόνητοι και φώναζαν στο λαό την αλήθεια. Είπαν κλέφτες, τους
κλέφτες. Είπαν πράκτορες, τους πράκτορες. Είπαν τους προδότες, προδότες.
Έδειξαν στο λαό το δρόμο της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας από τη ψεύτικη
αγκαλιά των συμμάχων.
Έτσι αποφάσισαν να τους συκοφαντήσουν,
να τους φυλακίσουν και να τους δολοφονήσουν. Αλλά όσο κι αν πληγώθηκαν για το χαμό
των δολοφονημένων συναγωνιστών τους, όσο κι αν πόνεσαν από τις άδικες
φυλακίσεις, όσο κι αν νευρίασαν από τις ύβρεις και τα ψέματα που ξεχύνονταν από
τα μαγικά τηλεβλακοκούτια, αυτοί οι Τίμιοι Αχλάδες δεν έκαναν πίσω!
Και ο λαός σιγά σιγά άρχισε να το
καταλαβαίνει. Άρχισε να τους βλέπει με εκτίμηση. Άρχισε να τους πιστεύει.
Ο λαός κάτω από την καθοδήγηση του
Νικόλα κι από τον Αγώνα όλων των συναγωνιστών του, άρχισε να οργίζεται με τους
αχόρταγους ξένους. Άρχισε να σφίγγει τις γροθιές και να ζητά εκδίκηση από τους
εχθρικούς Φούρκους. Σιγά σιγά αλλά σταθερά άρχισε να φωνάζει “Θέλουμε τη
Πατρίδα μας πίσω” !!
Η μάχη στη χώρα συνεχίζεται ακόμα. Οι
ξενόδουλοι πολιτικοί, συνεχίζουν τα ψέματά τους. Οι συνωμότες σύμμαχοι
συνεχίζουν τις δολοπλοκίες. Οι εχθρικοί Φούρκοι συνεχίζουν να παρενοχλούν τη
χώρα.
Οι συναγωνιστές Τίμιοι Πατριώτες όμως
γίνονται όλο και πιο πολλοί. Όλο και πιο αποφασισμένοι. Κι ο Αρχηγός Νικόλας,
ετοιμάζεται να δείξει σε όλους όσοι εγκλημάτησαν εναντίον της πατρίδας, πως
ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ!!
Μυρμιδόνας